Γράφει ο
Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Η αλήθεια μου, μας λείπει πλήρως η καλαισθησία των πραγμάτων και της ζωής.
Στην σημερινή «σύγχρονη» κατάσταση μιας υπερτεχνολογίας χωρίς όρια,
όπου οι ρυθμοί της ζωής έχουν από καιρό απωλέσει την κανονικότητα
τους, ζούμε και δεν ζούμε και τούτη η ζωή η ασάλευτη είναι το
χειρότερο είδος ζωής για κάποιον που επιθυμεί να ζήσει και όχι απλώς
να αναπνέει.
«Έπεσαν όλα έπεσαν, το πάν είς τέφραν κείται, υψούνται μόνον τράπεζαι
και μόνον τραπεζίται». Τούτος ο στίχος του λησμονημένου Αχιλλέως
Παράσχου, γραμμένος εις τα 1880 παρακαλώ, σηματοδοτεί τον
προβληματισμό του σύγχρονου ανθρώπου των τελευταίων αιώνων, περί το
που βαδίζει η ανθρωπότητα, προβληματισμός ο οποίος θα έλεγε κανείς πως
συνοδεύει ελάχιστους πλέον μιας και οι περισσότεροι επιλέγουν την
πεπατημένη οδό των πολλών, αντί να βαδίσουν τον μοναχικό και δύσβατο
δρόμο της αληθείας.
Η σημερινή μου αναφορά διαφέρει κάπως από τις προηγούμενες τις οποίες
έτυχε να αναγνώσεις αγαπητέ συνέλληνα, αν και εντάσσεται πλήρως στην
καλλιτεχνία τούτη την φορά θα μιλήσουμε με δυο γραμμές , για κάποιον
που η γραφίδα του υπήρξε το καλέμι και το σφυρί , για κάποιον που
αποτύπωσε στην αιωνιότητα την ομορφιά, κλείνοντας την μέσα σε μιάν
εικόνα, την εικόνα ενός αγάλματος, την εικόνα ενός μαρμάρου σμιλεμένου
τέλεια που χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο ώστε να υμνήσει το αιώνιον
και έτσι με αυτόν τον τρόπο, διότι κάθε μορφή τέχνης αυτό αναζητά, να
εντάξει στις σωστές τις διαστάσεις την ανθρώπινη ύπαρξη σε σχέση με το
σύμπαν.
Είμεθα μικρά σύμπαντα όλοι μας, είμεθα αιώνιοι και περαστικοί συνάμα,
είμεθα άνθρωποι με σάρκα και αίμα μα και με πνεύμα που αποτυπώνει ώρες
ώρες το περαστικό μας βήμα από τούτον τον κόσμο, επάνω σε έναν καμβά,
σε ένα κομμάτι χαρτί, σε ένα κομμάτι μάρμαρο και έτσι σφραγίζει την
παρουσία μας εδώ.
Δεν είναι απλό πράγμα ο ανώτερος άνθρωπος, είναι η πεμπτουσία της
ύπαρξης και το άγιο δισκοπότηρο της αναζήτησης προς την αέναη
αυτοεξέλιξη και τούτο το δώρο της ζωής, πρέπει να προσεχθεί όσο τίποτε
άλλο διότι ως γράφω κάπου δεν είμεθα τίποτε, δεν μας ανήκει τίποτε
πέρα από την διαχείριση του χρόνου μας από του λίκνου έως του τάφου.
Και ιδού η ζωή, ο πρώτος γλύπτης με πρώτη ύλη εμάς τους ίδιους.
Ο Χαλεπάς υπήρξε μια εμβληματική παρουσία στην γλυπτική και ίσως ο σημαντικότερο εκπρόσωπος
της, τα τελευταία διακόσια χρόνια από παλιγγενεσίας και εντεύθεν.
Υπήρξε ο άνθρωπος ο οποίος απαξιώθηκε , μα και θαυμάστηκε όσο ουδείς
στην γλυπτική και αυτό που κατάφερε ήταν το να υπάρξει και να μην
υπάρξει ταυτόχρονα.
Είναι αυτός που θυσίασε την ζωή του ολάκερη για
την τέχνη όπως όλοι οι πρώτοι του είδους και αυτός που
βασανιζόμενος εγέννησε πονήματα πραγματικής τέχνης, διότι η πραγματική
τέχνη απαιτεί πόνο, αίμα και δάκρυ από όποιον αποφασίζει ή έστω ή ζωή
αποφασίζει για αυτόν, να ταχθεί σε αυτήν.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε οικογένεια
μαρμαρογλυπτών, έτσι ήρθε από πολύ νωρίς σε επαφή με το υλικό που δρα
ως εφαλτήριο για την τέχνη του, γεννιέται στον Πύργο της Τήνου εις τα
1851 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέρφια του. Ο πατέρας του
Ιωάννης ήταν ήδη ιδιοκτήτης μεγάλης σχετικής επιχείρησης με πολλά
υποκαταστήματα σε διάφορες πόλεις όπως και ο θείος του και ενώ οι
δικοί του τον προόριζαν για έμπορο, εκείνος αποφασίζει όχι
αδικαιολόγητα ως γίνεται κατανοητό εκ των συνθηκών, να σπουδάσει
γλυπτική τέχνη.
Από το 1869 ως τα 1872, σπουδάζει στην μετέπειτα σχολή καλών τεχνών
και έπειτα ακολουθούν σπουδές στο εξωτερικό, δίπλα σε πολύ γνωστούς
δασκάλους της εποχής. Εις τα 1876 επιστρέφει στην Αθήνα και αρχίζει να
δουλεύει αναμεταξύ άλλων, και το διασημότερο γλυπτό του, την περίφημη
«κοιμωμένη» του, ταφικό μνημείο της Σοφίας Αφεντάκη η οποία πεθαίνει
πολύ νέα στα δεκαοκτώ της χρόνια.
Το χτύπημα της μοίρας δεν αργεί να φανεί. Στα 1877, ο Χαλεπάς παθαίνει
ισχυρό νευρικό κλονισμό, καταστρέφει έργα του χωρίς προφανή λόγο και
επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Ως αίτια αυτής της κρίσης κάποιοι θεωρούν
την τελειομανία του μα και την άρνηση ενός γάμου από τον πατέρα της
κοπέλας. Η κατάσταση του κρίνεται σοβαρή ολοένα και περισσότερο και
έτσι αρχίζει η περιπέτεια της νοσηλείας του, κατά βάσιν στο ψυχιατρείο
της Κέρκυρας μερικά χρόνια αργότερα στα 1888.
Στα 1901 πεθαίνει ο πατέρας του και έτσι η μητέρα του τον παίρνει από
το ψυχιατρείο και τον φέρνει κοντά της όπου ζει μαζί της ως τον θάνατο
της στα 1916 σε κατάσταση ημίτρελου, πλήρως απομονωμένος, απαξιωμένος
και μη ασχολούμενος με την τέχνη του, μιας και η μητέρα του θεωρεί ως
κύριο λόγο της τρέλας του αυτής, την μονομανία του με την γλυπτική
και έτσι καταστρέφει τα έργα του.
Με τον θάνατο της μητέρας, ο Χαλεπάς βρίσκει το κουράγιο να ξαναρχίσει
από την αρχή, με μέσα πρωτόγονα και με τον κόσμο του μικρού νησιού
μάλλον να τον αντιμετωπίζει απαξιωτικά ως και εχθρικά, συνεχίζει τον
μοναχικό του αγώνα προς το «τέλειο γλυπτό». Η επιμονή του αυτή και η
ζωή η ίδια, τον δικαιώνει και έτσι από το 1923 ως το τέλος της ζωής
του το οποίο το έζησε στην Αθήνα του 1938 ανάμεσα σε συγγενείς, ο
θρίαμβος και η αναγνώριση γίνονται οι καλοί του σύντροφοι και η
πληρωμή μιας ζωής θυσιασμένης στην τέχνη.
Αυτά εν ολίγοις τα βιογραφικά στοιχεία για τον Χαλεπά. Δεν θα
αναφερθώ σε κριτικές του έργου του, ούτε σε θεωρίες περί της γλυπτικής
θεωρώ πως κουράζουν τον μέσο αναγνώστη και απευθύνονται μόνον σε
μελετητές της τέχνης, θα είπω όμως πως ο Χαλεπάς επέτυχε κάτι που το
συναντάμε μόνον στην κλασσική γλυπτική.
Είναι τόσο άμεσος ώστε νομίζεις πως εκείνη δα η κόρη των Αθηνών, η
δεκαοκτάχρονη Σοφία Αφεντάκη, σαν περπατάς κάποιο απομεσήμερο στις
ατραπούς του Α΄ νεκροταφείου των Αθηνών, να έχεις πάντα την εντύπωση
πως θα ξυπνήσει και θα γυρίσει να σου απευθύνει τον λόγο κι έτσι
περιπατείς προσεκτικότερα προκειμένου να μην την ξυπνήσεις.
Αυτό για εμένα προσωπικά αρκεί. Αυτό είναι η πραγματική τέχνη.