Πέρασες και δεν ακούμπησες!

 

Εσύ, με το δάκτυλο, που ακόμα έχει τον καλό από τις κλήσεις που έκανες, για να σου χτυπήσουν την κάρτα στη δουλειά..

 

Είχες την αυταπάτη πως κάτι έκανες, καημένο μου!

 

Έζησες όλη σου τη ζωή στη γυάλα, ξέροντας πως η απέραντη θάλασσα της ζωής, είναι δίπλα σου.

 

Κοίταζες παθητικά τους άλλους να ζουν, την ίδια στιγμή που εσύ απλά υπήρχες.

 

Εξάντλησες τη δημιουργικότητα σου στο να προσποιείσαι ασθένεια για να παίρνεις αναρρωτικές άδειες, νομίζοντας πως κοροϊδεύεις την Υπηρεσία σου.

Τον μόνο που κορόιδεψες τελικά, είναι ο εαυτός σου…

 

..και αυτό, όχι για πολύ.

 

Μεγαλούργησες με το να δίνεις μαθήματα σε συναδέλφους σου, για το πώς να υποκρίνονται πόνο στη μέση, για να κάνουν και αυτοί αυτό που κάνεις.

 

Για να γίνουν και αυτοί επαγγελματίες άχρηστοι..

 

Οι φωνές και να νεύρα σου, έκαναν τους οικείους σου, στην αρχή να σε φοβούνται και στο τέλος να σε λυπούνται!

 

Οίκτος για την κατ’ επιλογή, άγνοια σου.

 

Έζησες στο λίγο και στο περίπου, μόνο και μόνο, γιατί φοβήθηκες.

 

Μέσα από τη διάφανη γυάλα, έβλεπες τους «άλλους».

 

Τους γνήσιους.

Αυτούς που είναι αληθινοί και για αυτό, ζούνε αληθινά.

 

Αλλά, εσύ είχες βολευτεί στη μίζερη «πραγματικότητα σου»

 

Σημασία δεν έχει αν κάποιος είναι φτωχός. Ο φτωχός που έχει αντίληψη της φτώχειας του, θα μπει στη διαδικασία να ξεφύγει. Να αλλάξει προς το καλύτερο.

 

Εσύ όμως, δεν είσαι φτωχός.

 

Εσύ είσαι φτωχομπινές φίλε!

 

Έχεις αποδεχθεί κα έχεις αγαπήσει τη μιζέρια σου.

Όχι μόνο αυτό, αλλά πέρασες όλη σου τη ζωή προσπαθώντας να την περάσεις για πλούτο!

 

Αλλά είπαμε.

Από την αλήθεια δεν ξεφεύγει κανείς..

 

Τα χρόνια πέρασαν.

 

Οι αλήθειες φάνηκαν.

 

Οι τελευταίοι που έχουν απομείνει, από αυτούς που κάποτε τρώγαν το παραμυθάκι σου, απλά σε υπομένουν.

Κουράστηκαν και αυτοί..

 

Η απέραντη θάλασσα έμεινε εκεί. Τόσο κοντά σου, αλλά και τόσο μακριά σου.

 

Εσύ, γέρος πλέον και χολωμένος, θεατής.

 

Απλός θεατής..