Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα
Το Ημερολόγιο ενός τρελού, το γνωστότατο διήγημα του Ουκρανού Νικολάϊ Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, που δημοσιεύτηκε το 1835 μαζί με τη σειρά διηγημάτων της Πετρούπολης, δίνει ευθύς εξ’ αρχής στον αναγνώστη το στίγμα του θέματος που διαπραγματεύεται.
Πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα θεωρείται η αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που ζούσε στην Αγία Πετρούπολη και όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι πρόκειται καθαρά για ένα συμβολικό κείμενο.
Με αφορμή λοιπόν τον ήρωά του, τον Αυξέντη Ιβάνοβιτς που είναι ένας δημόσιος υπάλληλος που μεταπηδά από τη λογική στη σχιζοφρένεια, ο Γκόγκολ βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει τη σήψη της ρωσικής κοινωνίας και τη φαυλότητα της εποχής του. Έχοντας υπηρετήσει και ο ίδιος ως δημόσιος υπάλληλος γνωρίζει εκ των έσω τα προβλήματα και την υποκρισία του χώρου και μπορεί κάλλιστα να τα περιγράψει.
Δίχως αναστολές, ο ήρωας αποκαλύπτει τα σαθρά θεμέλια του οικοδομήματος των δημόσιων υπηρεσιών και δη αυτών που βρίσκονται στην επαρχία:
«Δεν καταλαβαίνω τι συμφέρον υπάρχει στο να βρίσκεται κανείς σε μια τέτοια δημόσια υπηρεσία. Δεν προσφέρει απολύτως τίποτα. Στις επαρχιακές ωστόσο υπηρεσίες ή στις δημοτικές, αλλάζει βέβαια το πράγμα. Εκεί βλέπεις τον υπάλληλο (…) να παστρεύει τόσο έξυπνα, εκείνον που έρχεται να υποβάλλει αίτηση που δεν του αφήνει ούτε το σώβρακο».
Το χρήμα επομένως είναι αυτό που διαφεντεύει και χαράζει την πορεία των ατόμων. Αυτό που θα σταθεί εμπόδιο και στη διεκδίκηση της ευτυχίας του Ιβάνοβιτς, αφού δεν θα τολμήσει να εκφράσει τον έρωτά του στην κόρη του πλούσιου διευθυντή του.
Παγιδευμένος ανάμεσα στα απραγματοποίητα όνειρά του και τους περιορισμούς που του επιβάλλει το περιβάλλον του, χάνει σταδιακά την επαφή με την πραγματικότητα και δημιουργεί ένα δικό του φανταστικό κόσμο, όπου δεν είναι πλέον ο ανώνυμος υποτελής, αλλά ο άρχων στον οποίο οι άλλοι οφείλουν σεβασμό.
Ζει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται κι εκείνος αναλαμβάνει τη σκηνοθετική ευθύνη, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και στο θέατρο, που είναι η μεγάλη αγάπη του ίδιου και του δημιουργού του.
Τα γεγονότα τρέχουν και ο Ιβάνοβιτς, θυμωμένος και αποδυναμωμένος, εγκαταλείπει τον κόσμο της λογικής και αγκαλιάζει αυτόν της σχιζοφρένειας. Η πρωτοπρόσωπη γραφή, υπό μορφή ημερολογίου, προβάλλει διακριτά τη χρονική μετάβαση, αφού ξαφνικά η φυσιολογική ροή χάνεται και αντικαθίσταται από ασυνάρτητες και ανύπαρκτες ημερομηνίες.
Ο Γκόγκολ, όπως λίγα χρόνια αργότερα ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, θα αφήσει τον ήρωά του να παλέψει ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το υπερρεαλιστικό. Φυλακισμένος, αρχικά πνευματικά και στη συνέχεια και σωματικά καθώς θα εγκλειστεί σε φρενοκομείο, ο Ιβάνοβιτς θα αποζητήσει τη σωτηρία και την ελευθερία επικαλούμενος τη μητέρα του:
«Μητέρα, λύτρωσε το άμοιρο παιδί σου! Στάξε το δάκρυ σου στο άρρωστο κεφάλι του! Κοίταξε πώς τον σακατεύουν!»
Η γυναίκα, που η μήτρα της τον προστάτευσε ως έμβρυο και του χάρισε τη ζωή, καλείται τώρα να τον κλείσει πάλι στην αγκαλιά της και να τον σώσει από τους διώκτες του.
Δυο επιπρόσθετα θέματα που δεν θα πρέπει να περάσουν απαρατήρητα είναι η αναφορά στη μασονία και η ταύτιση του γυναικείου ερωτικού ειδώλου με τον διάβολο.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, ο ελευθεροτεκτονισμός είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στη Ρωσία από τα μέσα του 18ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 19ου είχε διεισδύσει σ’ ένα μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας. Ο διευθυντής λοιπόν του Ιβάνοβιτς, εξαιτίας της κοινωνικής του θέσης, θεωρείται δεδομένο μέλος αυτού του χώρου που καταπολεμήθηκε ως αιρετική απειλή από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο ήρωας αποφαίνεται επίσης ότι «Η γυναίκα αγαπά μόνο τον Διάβολο» και πίσω από αυτήν τη φράση υποκρύπτονται τρεις ακόμη συμβολισμοί: η παραπομπή στο προπατορικό αμάρτημα και η σαρκική επιθυμία, η ερωτική προδοσία της ρομαντικής αγάπης έναντι των υλιστικών προσδοκιών και τέλος η υποκρισία των ψεύτικων κερδοσκοπικών αισθημάτων.
Συνοψίζοντας, ο Γκόγκολ – ο πατέρας του ρωσικού μυθιστορήματος, όπως έχει χαρακτηριστεί – παραδίδει στο κοινό ένα εξαίσιο συμβολικό έργο, όπου η τρέλα δεν είναι παρά το φυσικό επακόλουθο του παράλογου κοινωνικού γίγνεσθαι.