από την Μάρθα Πατλάκουτζα

Με την Απογοήτευση συναντήθηκε για πρώτη φορά υπό δύσκολες συνθήκες.

Το σκηνικό περιλάμβανε δάκρυα, οργή, νεύρα, μια τεράστια γκάμα από κοσμητικά επίθετα.

Ένας άντρας, μια φιλία που έληξε άδοξα, μια κουβέντα πιο κοφτερή και από χειρουργικό νυστέρι. Όταν ο θυμός λάκισε, ξέμεινε με την αίσθηση πως όλα ήταν λάθος.

Πώς να ξορκίσει την τέλεια εικόνα στην οποία είχε πιστέψει;

Η πρώτη επαφή με την κυρά Απογοήτευση δε στάθηκε αρκετή, για να σταματήσει να περιμένει το καλό από τους άλλους.

Ξεροκέφαλη η ελπίδα μέσα της, συνέχισε να παλεύει για να περάσει το δικό της.

Χρόνο συν το χρόνο η φωνή βράχνιασε, φυλακίστηκε στα ντουβάρια της απελπισίας. Είχε παραιτηθεί χωρίς να το ξέρει.

Ποια ήταν; Τι γύρευε από τους άλλους; Πώς μπορούσαν να υποκρίνονται και να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους; Γιατί είχε εμμονή με τον δρόμο της αλήθειας;

Εγωισμός είναι το κυνήγι της ουτοπίας, ψιθύρισε και αναζήτησε καταφύγιο πλάι στη θάλασσα. Της άρεσε να περπατά κατά μήκος της παραλίας μέσα στη νύχτα. Τα φώτα της πόλης ανάσαιναν την αλμύρα κι εκείνη προκαλούσε την τύχη της.

Οι ελάχιστοι άνθρωποι που αντάμωνε στο διάβα της, ήταν τόσο διάφανοι. Έβλεπε τα πάντα μέσα τους.

Κι όμως της ήταν τόσο ξένο να βρίσκεται ανάμεσά τους.

Δεν κολλούσε πουθενά.

Το βήμα της έκοψε απότομα. Είχε βρεθεί στο σημείο όπου είχε γίνει μάρτυρας μιας απόπειρας αυτοκτονίας. Μια γυναίκα βούτηξε στα βαθιά και απλά άρχισε να βυθίζεται αργά με το πρόσωπό της ήρεμο, αποφασισμένο.

Το βλέμμα της έπεσε σε κείνο το σημείο. Θυμήθηκε τον πανικό της, τη φωνή που δεν έβγαινε με τίποτα, την αγωνία της.

Κι όμως άγνωστοι βούτηξαν μαζί της και την τράβηξαν πίσω στη ζωή.

Το απρόβλεπτο την είχε ξεβολέψει. Η πίστη στο καλό επέστρεψε.

Ήταν καιρός να μάθει τη ζωή από την αρχή.