Πάνος Χατζηγεωργιάδης
«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.”
Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες» θα γράψουν οι εφημερίδες.
Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου» και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.»
Κώστας Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»
Πόσο μοιάζει τραγικό να διέρχεσαι τούτου του βίου και τίποτα να μην
έχει απομείνει από εσένα, ούτε καν το όνομα σου για όσο υπήρξες
ζωντανός. Κάποτε συζητώντας με καλή φίλη πνευματική, είχαμε αναπτύξει
το θέμα και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως ακόμη και αν κάποιος
δημιουργήσει οικογένεια και κάνει παιδιά, αυτό το ίχνος που αφήνει
πίσω του δεν είναι το ακριβές ίχνος του εαυτού του. Τυχεροί ίσως σε
αυτό το σημείο μόνον όσοι αφήνουν πνευματικό έργο πίσω τους, διότι ένα
ποίημα, ένα βιβλίο, ένα τραγούδι, εμπεριέχει αποκλειστικά την σφραγίδα
του δημιουργού του, είναι παιδία καταδικασμένο να είναι δικό του.
Με τούτες τις σκέψεις κατά νού, ολοένα και συνειδητοποιώ το μέγεθος
της ευθύνης μου ως πνευματικού ανθρώπου, ως ανθρώπου γενικότερα, διότι
σημασία δεν έχει το να «Αφήνεις τα κεριά να σβήνουν» όπως γράφει κάπου
ο Καβάφης, μα «ένα σου μένει να νοιαστείς, το ίχνος που αφήνουν» όπως
σε απαντητική στροφή του γράφω. Το ζήτημα της υστεροφημίας κατά την
αρχαιοελληνική έννοια ήταν και εξακολουθεί να είναι θεωρώ, ζήτημα
απολύτως σημαντικόν.
Μέσα σε μια κοινωνία δήθεν «σύγχρονου» πολιτισμού, περνούμε συνήθως
στην αντίπερα όχθη ως θολές σκιές όπως ακριβώς εζήσαμε, αδυνατώντας να
καθορίσουμε το ακριβές στίγμα μας εν τω βίω. Αυτό αποτελεί και ένα από
τα ζητήματα που με απασχόλησαν πάντοτε μιάς και η δημιουργία
προσωπικότητας αποτελεί άθλημα ατομικόν. Οι προσωπικότητες χτίζουν
μιαν κοινωνία στιβαρή, η αντίθετη κατεύθυνση, της δημιουργίας ατόμων
του «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ και δεν απαντώ διότι δεν γνωρίζω»,
βολεύει μόνον τους εξουσιαστές ημών στα διάφορα επίπεδα της ζωής.
Την Κλεαρέτη – Δίπλα Μαλάμου, δεν την εγνώριζα. Μου «συστήθηκε»
έμμεσα, παρατηρώντας το όνομα της στο γνωστό ποίημα του Κώστα
Καρυωτάκη «Σταδιοδρομία». Υπήρξε αξιολογότατη ποιήτρια και ο
Καρυωτάκης μα την αλήθεια μου, υπήρξε κάπως άδικος μαζί της μέσα στην
προσπάθεια του να χτυπήσει τα ιερατεία που πάντοτε κυβερνούν όλες τις
εκφάνσεις της ζωής μας.
Ορμώμενος το λοιπόν, από εκείνο το όνομα της, άρχισα να αναζητώ την
Κλεαρέτη, μιά γυναίκα των αρχών του 19ου αιώνα, μιά λυρική ποιήτρια
και πεζογράφος, η οποία χάνεται μέσα στην αχλή του χρόνου και μέσα
στις σελίδες των προπολεμικών περιοδικών της εποχής της, πνευματικό
τέλος που την αδικεί μάλλον, διότι προσωπικά βρήκα το έργο της αρκετά
ενδιαφέρον, περισσότερο ενδιαφέρον ίσως και από γνωστότερων ποιητών.
Η Κλεαρέτη, γεννιέται στην Πρέβεζα εις τα 1897 (τι ειρωνεία της τύχης ο
Καρυωτάκης αυτοκτονεί στην Πρέβεζα) και μεγαλώνει στην Λευκάδα και
στην Αθήνα. Πεθαίνει εις τα 1977 μάλλον ξεχασμένη από όλους και όλα
και η μοναδική της ανάμνηση δε βρίσκεται παρά στην αναφορά του
Καρυωτάκη. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά της εποχής της όπως η ΝΕΑ
ΕΣΤΙΑ του Γρηγόριου Ξενόπουλου κ.α.
Έψαξα. Έψαξα όσο μπόρεσα μα δεν βρήκα παρά 2-3 ποιήματα της και τούτα
τα ελάχιστα βιογραφικά της στοιχεία και ενώ είναι πραγματικά τραγικόν
οι περισσότεροι να πεθαίνουν χωρίς ουδείς να τους ενθυμείται,
τραγικότερο ίσως αν είσαι άνθρωπος του πνεύματος, το να ενθυμούνται
περισσότερο από το έργο σου εκείνη την «φιλολογική αδικία» – αναφορά
του Καρυωτάκη.
Σήμερα η Κλεαρέτη – Δίπλα Μαλάμου, πρόσωπο σχεδόν μυθικό μιάς και
πολλοί δεν πίστευαν πως υπήρχε καν έως την αναγγελία του θανάτου της
από τις εφημερίδες, στέκει σε μια πλατεία της Λευκάδας, ανάμεσα σε
άλλους επτανήσιους ποιητές και λογίους ως ανδριάντας, απλώς
προκειμένου να θυμίζει πως κάποτε υπήρξε και εκείνη και πρόσφερε στα
Ελληνικά γράμματα το κατά δύναμιν.
Πάντα μου αρέσουν οι «άγνωστοι ποιητές των αιώνων» και πάντοτε θα μιλώ
και για όσους δεν μπορούν να μιλήσουν πλέον. Η Κλεαρέτη αξίζει την
προσοχή μας, χαμένη πλέον ανάμεσα λήθης και αιωνιότητος.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό ποίημα της
Πώς ήθελα να πέθαινα…
Πώς ήθελα να πέθαινα, έτσι απλά κι ωραία…
Να ’ναι το πάρκο σιωπηλό, περίλυπη η αλέα,
και πέρα, προς το σβήσιμο των δέντρων, καβαλάρη
να βλέπω να ’ρχεται σ’ εμέ το Χάρο να με πάρει•
να ξεπεζεύει το κομψό κορμί με σβελτοσύνη,
να μου προσφέρει τ’ άσαρκα τα δάχτυλα βοήθεια,
κι εγώ να νιώθω πλάι του μια τέτοια εμπιστοσύνη,
κι έτσι σαν κύμα ανάπαψης στα πικραμένα στήθια.
Πόσο καθάριο της ζωής το νόημα μπροστά μου!–
Κι ενώ θα κάνει μου τιμές εκείνος σαν ιππότης,
εγώ καθώς τριαντάφυλλο να βγάλω την καρδιά μου,
να του τη δώσω με ορμή μιανής αγάπης πρώτης!
(Περιοδικό Νέα Εστία, 1931)