Γράφει ο Ερμής:
Σήμερα μας επισκέφθηκε ο φίλος του Ζέφυρου, ο Nούλης, ένας μικρός σπίνος που ζει σ’ ένα μεγάλο πάρκο κοντά στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Καθώς είχαν περάσει αρκετές ημέρες από την τελευταία του επίσκεψη, θελήσαμε να μάθουμε γιατί καθυστέρησε να έρθει.
«Ω! Αντιμετωπίσαμε μεγάλο πρόβλημα. Όπως ξέρετε, η φωλιά μου είναι χτισμένη στα κλαδιά ενός τεράστιου, γερού και αιωνόβιου δέντρου και είμαι πολύ ευτυχισμένος που ζω εκεί γιατί βρίσκω σχετικά εύκολα τροφή, αφού υπάρχουν πολλοί καρποί και διάφορα έντομα, που ομολογουμένως είναι πάρα πολύ νόστιμα. Στο πάρκο κατοικούν και άλλα πουλιά, αλλά και μερικοί άστεγοι σκύλοι, γάτες και ποντικοί και είναι όλοι φίλοι μου. Βέβαια, ξέρω τι σκέφτεστε:
«Πώς είναι δυνατόν να είσαι φίλος με κάποιον που σε αντιμετωπίζει σαν το επόμενο γεύμα του;»
Στο πάρκο όμως κανείς δεν κινδυνεύει από τον συγκάτοικό του. Υπάρχει μια άτυπη συμμαχία μεταξύ μας και όλοι έχουμε δώσει όρκο φιλίας και αλληλοϋποστήριξης.
«Ένας για όλους και όλοι για έναν».
Αυτό είναι το σύνθημα μας. Όπως ακριβώς και οι τρεις σωματοφύλακες. Αλήθεια σας λέω και μην νομίζετε ότι αυτά είναι μόνο λόγια. Έχουμε αποδείξει πολλές φορές ότι είμαστε ενωμένοι και κυρίως πριν από μια εβδομάδα, όταν κινδυνέψαμε να χάσουμε το σπίτι μας. Αλλά καλύτερα να αφηγηθώ την ιστορία από την αρχή.
Παλαιότερα, υπήρχαν πολλές εκτάσεις με δάση και οι πρόγονοί μας είχαν άπειρες ευκαιρίες να επιλέξουν την κατοικία τους. Αργότερα οι άνθρωποι ανακάλυψαν την ανάπτυξη και στο όνομά της άρχισαν να καταστρέφουν τη φύση για να χτίσουν πελώρια, άχρωμα και απρόσωπα κτίρια. Ελάχιστα πάρκα διασώθηκαν, ανάμεσα στα οποία και το δικό μας που όμως παραλίγο να εξαφανιστεί και αυτό.
Όλα συνέβησαν πριν από μια εβδομάδα. Ήταν ένα όμορφο πρωινό και τίποτα δεν προμήνυε το κακό που θα συνέβαινε από ώρα σε ώρα. Καθώς ήταν καθημερινή, οι επισκέπτες στο πάρκο ήταν λιγοστοί και ο μοναδικός ήχος που έσπαζε τη σιωπή, ήταν το κελάιδισμά μας. Ξαφνικά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος και το έδαφος ταρακουνήθηκε. Αρχικά νομίσαμε ότι γινόταν σεισμός, αλλά καταλάβαμε ότι κάναμε λάθος, όταν είδαμε τρεις μεγάλους εκσκαφείς να πλησιάζουν απειλητικά τα δένδρα. Ένας μεγαλόσωμος και χειροδύναμος άνδρας με κόκκινο κράνος στο κεφάλι και μια ντουντούκα στο δεξί του χέρι προπορευόταν και έδινε οδηγίες. Προφανώς ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου.
«Γρήγορα, διασκορπιστείτε. Εσείς δεξιά και οι υπόλοιποι αριστερά. Μετρήστε τους κορμούς των δέντρων, για να δούμε ποια θα κόψουμε πρώτα και μετά να προχωρήσουμε κεντρικά», φώναζε.
Στο άκουσμα των λόγων του, πανικοβληθήκαμε. Όλοι ξέραμε τι σήμαιναν οι εντολές. Μετέτρεπαν το σπίτι μας σε τσιμέντο.
«Βοήθεια, βοήθεια», τιτιβίζαμε όλα τα πουλιά.
«Ας μας σώσει κάποιος», παρακαλούσαν τα σκυλιά, οι γάτες και οι ποντικοί.
Κανείς όμως δεν ερχόταν να μας προστατέψει. Κανείς δεν κατανοούσε τη γλώσσα μας και οι ικεσίες μας δεν σήμαιναν τίποτα για τους ανθρώπους.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, οι εργάτες είχαν πάρει τις θέσεις τους.
«Πρώτα θα ανοίξουμε έναν λάκκο σε αυτό ακριβώς το σημείο, για να ελέγξουμε το έδαφος», διέταξε ο εργοδηγός.
Ο χειριστής του εκσκαφέα οδήγησε το μηχάνημα εκεί όπου του υπέδειξαν και αφαίρεσε μια μεγάλη φτυαριά από χώμα.
«Περίμενε. Φτάνει τόσο», φώναξε ο εργοδηγός.
Τρεις άνδρες που κρατούσαν φτυάρια, πήραν τσουβάλια και τα γέμισαν με το χώμα, ενώ το αφεντικό τους περιεργαζόταν το λάκκο.
«Σταματάμε για σήμερα. Κάτι δεν μου αρέσει εδώ. Θα ξανάρθουμε αύριο με τους μηχανικούς και τον γεωλόγο. Νομίζω ότι πρέπει να δουν το έδαφος, προτού συνεχίσουμε».
Το συνεργείο υπάκουσε και έφυγε.
Εμείς, πουλιά και ζώα, μόλις αντιληφθήκαμε ότι είχαν απομακρυνθεί, συγκεντρωθήκαμε στο κέντρο του πάρκου.
«Πρέπει να βρούμε άμεσα μια λύση. Να προστατέψουμε το σπίτι μας», φωνάζαμε όλοι. Αλλά πώς;
«Να χαλάσουμε τα μηχανήματα, να βγούμε μπροστά τους, να τους εμποδίσουμε, να τους τρομάξουμε. Να, να……»
Όλη τη νύχτα προτείναμε διάφορες λύσεις, όμως καμιά δεν φαινόταν ιδανική. Αν χαλούσαμε τα μηχανήματα, θα τα αντικαθιστούσαν. Εάν τους εμποδίζαμε, θα μας κυνηγούσαν και τότε θα κινδυνεύαμε και οι ίδιοι. Ήμασταν αδύναμοι και ανυπεράσπιστοι.
Το πρωί το συνεργείο επέστρεψε. Τώρα ήταν μαζί τους και τρεις άγνωστοι άνδρες. Από τη συζητήσεις τους καταλάβαμε ότι ήταν μηχανικοί και γεωλόγοι. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε για να δούμε τι θα γίνει. Εκείνοι πηγαινοέρχονταν, μετρούσαν, εξέταζαν το χώμα και στο τέλος ανακοίνωσαν:
«Δυστυχώς, πρέπει να βρούμε άλλο χώρο. Το έδαφος εδώ δεν είναι κατάλληλο για να δημιουργηθεί υπόγειος χώρος στάθμευσης. Το πάρκο θα παραμείνει».
«Ζήτω!!! Σωθήκαμε!!!!» αναφωνήσαμε όλοι μαζί.
Ενώ οι εργάτες κάλυψαν με χώμα τον λάκκο που είχαν ανοίξει την προηγούμενη ημέρα, μάζεψαν τα πράγματά τους και έφυγαν, εμείς φτερουγίζαμε ανέμελα και τιτιβίζαμε χαρούμενα. Το σπίτι μας είχε γλυτώσει. Τουλάχιστον έως ότου κάποιος άλλος επιχειρήσει ξανά να το διαλύσει».
Συνταγή της Αμβροσίας: Τα δώρα του δάσους
Υλικά:
8 φρέσκα δαμάσκηνα (φρούτα και κομμένα στη μέση)
8 πράσινα καρυδάκια (τρυπημένα σε τέσσερα σημεία)
1 κούπα σταφύλια (μαύρη σταφίδα)
1 κούπα αρώνια (φρέσκα και όχι αποξηραμένα)
1 κούπα μύρτιλα (φρέσκα και όχι αποξηραμένα)
1 κούπα βατόμουρα (φρέσκα και όχι αποξηραμένα)
1 κούπα φράουλες (φρέσκες και όχι αποξηραμένες)
¾ κιλού ζάχαρη
1 λίτρο τσικουδιά (δυνατή και άοσμη)
½ λίτρο μαύρο ρούμι
1 μοσχοκάρυδο (σπασμένο)
3 ξύλα κανέλας
5 – 6 καρφάκια γαρύφαλλο
5 – 6 σπόροι καρδάμωμα
10 σπυριά κόκκινο πιπέρι
Εκτέλεση:
Αδειάζουμε όλα τα υλικά σ΄ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο μέσα στο σπίτι και ανακινούμε το περιεχόμενο καθημερινά, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ΄ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.