από τον Πάνο Χατζηγεωργιάδη.

«Και σύ ερασιθάνατος

Εβάδισες στην λήθη
 Μα στέκεις  πάντα αθάνατος
 Ενάντια στα πλήθη»

Νικηφόρος Βυζαντινός για τον Κώστα Καρυωτάκη

Ο λεγόμενος «σύγχρονος πολιτισμός» από την βιομηχανική εποχή και
εντεύθεν κατ ελάχιστον, ενώ μοιάζει ο πλέον φιλικά προσκείμενος προς
τον άνθρωπο, στην ουσία μας καταπιέζει αφόρητα με σκοπό το κέρδος.
Μόνον το κέρδος αφορά τους εξουσιαστές μας σε όλα τα επίπεδα, ουδείς
ενδιαφέρεται για το άτομο και την προσωπικότητα του ανθρώπου, για τις
εσώτερες ανάγκες του, για την δίψα του για ουσιαστική ζωή κι ας έχουν
πάντα ως ρεκλάμα όλοι αυτοί τα «ανθρώπινα δικαιώματα», «την
δημοκρατία»  των ηλιθίων και τόσα άλλα που ακούγονται μεν ωραία, μα
κρύβουν πίσω τους, σκοτεινούς,  αντιανθρώπινους σκοπούς και μέθοδες.
Τούτο το μπόλιασμα της ανθρώπινης ψυχής, με επιθυμίες ξενικές προς την
αρχική της φύση, με «ξένα σώματα» αναγκών πλαστικών, κάτι σαν αυτό που
περιγράφει ο σημερινός μου «επισκέπτης»  Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημα
του «Κούκλες Ιαπωνικές», μετασχηματίζει την φύση του ανθρώπου σε κάτι
άλλο, σε κάτι που και η ίδια δεν αναγνωρίζει. Είναι ο τύπος του
δυτικού ανθρώπου που στην εδώ μορφή του ονοματίζω «Homo metapoliticus»
δίνοντας του έτσι μια πολιτική χροιά, μα εννοώντας κάτι πολύ πιο βαθύ
και πλέριο στην σατανική σύλληψη του, κάτι που εχθρεύεται τον άνθρωπο
και τον πολεμά από του λίκνου έως του τάφου.
 Για αυτό το «κάτι » που μας κατατρώγει καθημερινά τις σάρκες της ψυχής, μίλησε ο Καρυωτάκης στην λιγόχρονη ζωή του αλλά στο αρκετό
πνευματικό του έργο, αποδείχνοντας πως  δεν πρόκειται  δω για την
περίπτωση απλώς κάποιου καταθλιπτικού που τέλειωσε με μιάν αυτοκτονία,
μα για μια φωνή αντίστασης  πανανθρώπινης, ενάντια στο καλούπωμα της
ψυχής που ζει ο καθημερινός άνθρωπος της πόλης κι ο Καρυωτάκης ήταν
γέννημα της πόλης, γέννημα του σύγχρονου σε εισαγωγικά καιρού που
συνθλίβει τον άνθρωπο από γεννησιμιού του και τον κάνει ένα με τον
δίπλα και το έδαφος, καμιά φορά ακόμη και πιο κάτω κι ας λεν οι
«ειδήμονες» πως έπασχε από διάφορα.
Η βασική του «αρρώστια» ήταν  το αδιέξοδο που διέβλεπε στον σημερινό
τρόπο ζωής και τα γραφτά του θα πρέπει να ιδωθούν υπό αυτό το πρίσμα.
 Ο Καρυωτάκης είναι μεγάλος διότι υπήρξε μικρός. Υπήρξε ανήμπορος  να
αγαπήσει, να ζήσει, να ευτυχήσει, να θελήσει ότι πραγματικά θέλει, να
ξεπεράσει τον εαυτό που του επέβαλλαν να νομίζει πως είναι όπως
κάνουνε με όλους μας,  μα τούτα δω τα πολλά και βαριά ελαττώματά του, τα μετέτρεψε σε δύναμη,  φωνάζοντας στους ανθρώπους του καιρού του
αλλά και στους σημερινούς,  αυτό το «που πάμε μωρέ, ξυπνάτε !».
Μου αρέσουν οι άνθρωποι του πνεύματος  που η γραμμή που αναφέρεται σε
αυτούς στο βιβλίο του Θανάτου, δεν γράφει «εν ειρήνη τελειούται».
 Μου αρέσουν όσοι  υπογράφουν με το αίμα τους τις ιδέες τους και δεν
 πεθαίνουν ως γέρικα σκύβαλα σε μια γωνιά, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων
έχοντας εικόνισμα την θεωρία και ποτέ την πράξη.

Κι αν ο Καρυωτάκης όπως είπα υπήρξε ο «μικρός  άνθρωπος ,με τα μεγάλα συντριμμένα όνειρα»
πεσμένα κατά γης, τουλάχιστο , τελειώνει την ζωή του με την απόφαση
του να εύρει αυτός τον Χάροντα και όχι ο Χάροντας αυτόν και τούτο
είναι προς τιμήν του, μα και επιβεβαιώνει πως ό,τι έγραφε το χε βαθιά,
κατάψυχα  γραμμένο και από πριν αποφασισμένο.
Ο Καρυωτάκης γεννιέται στις 30 Οκτώβρη του 1896 στην Τρίπολη  και
αυτοκτονεί στην Πρέβεζα στα 1928 στις 21 του Ιούλη.  Ο πατέρας του ως
νομομηχανικός άλλαζε πόλεις και περιβάλλοντα συνεχώς κι έτσι ο μικρός
Κώστας  μετακινούνταν συνέχεια  από την Τρίπολη, στο  Αργοστόλι, την
Λάρισα, την Καλαμάτα,  την Πάτρα, τα Χανιά  και τελικά την Αθήνα,
κάτι που μάλλον επηρέασε και την γενικότερη ψυχολογία του κάνοντας τον
να νιώθει ανέστιος και τούτο φαίνεται εν πολλοίς στα ποιήματα του που
λες και γράφονται από χέρι ξενικό  και φωνή άλλη τα επιβάλλει.
Τελειώνει  το  εξατάξιο τότε γυμνάσιο εκεί γύρω στα 1913 και το 1914
γράφεται στην νομική σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοιτά  λίγα χρόνια
έπειτα, ενώ παράλληλα δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε γνωστές τότε
εφημερίδες όπως  η «Ακρόπολη» κ.α.
Αρχικά δούλεψε ως δικηγόρος  μα αργότερα ίσως και για λόγους
βιοπορισμού, επέλεξε το δημοσιοϋπαλληλικό στάδιο και να σου πάλι οι
μεταθέσεις σωρό με τελικό προορισμό την Πρέβεζα όπου και στις 21
Ιουλίου αυτοκτονεί  με περίστροφο ενώ την προηγούμενη είχε προσπαθήσει
να αυτοκτονήσει με πνιγμό κάτι που δεν κατάφερε μιας και ήταν καλός
κολυμβητής.  Μάλιστα αστειευόμενος στο σημείωμα της αυτοκτονίας του,
προτρέπει όσους γνωρίζουν καλό κολύμπι να μην προσπαθήσουν να πνιγούν.
Μια αυτοκτονία από καιρό αποφασισμένη, ίσως και από τότε που κατάλαβε
τον εαυτό  του.
Πολλοί μιλούν και για έναν έρωτα. Για τον έρωτα Πολυδούρη – Καρυωτάκη,
ο οποίος μάλλον βρίσκονταν μόνον στο μυαλό της λαμπρής κατά τα άλλα
και σημαντικότατης λυρικής ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη που υπάλληλος
και κείνη σε μιάν δημόσια υπηρεσία, τον γνώρισε και τον ερωτεύτηκε
και ποτέ δεν  είχε «αίσιον τέλος»  μιας και ο Καρυωτάκης  την αρνήθηκε
επιδεικτικά. (Σ.σ. Κι αν την δέχονταν δε θα είχαμε όλα εκείνα τα
εκπληκτικά της ποιήματα ίσως, κατά το «ουδέν κακόν, αμιγές καλού»).
Ο Καρυτωτάκης αυτοκτονεί. Η Πολυδούρη πεθαίνει λίγο αργότερα νεοτάτη
 κι έτσι κλείνει ο κατά σάρκα βίος των, του ενός με μια πιστολιά στην
 καρδιά και της άλλης από φυματίωση μέσα σε κάποιο δωμάτιο της
 «Σωτηρίας». Θάβονται χωριστά.  Η  Πολυδούρη στο Α’ νεκροταφείο, που
σήμερα ο τάφος  της δεν υπάρχει πλέον και ο Καρυωτάκης  αρχικά στην
Πρέβεζα και μετά την ανακομιδή των οστών στον οικογενειακό τους  τάφο
.  Τι σημασία έχει άλλως τε που βρίσκονται τα οστά ανθρώπων του
πνεύματος, η ουσία αν υπάρχει, είναι στα γραπτά τους και μόνον.

Μικρή εκλογή ακολουθεί.

 Κι αν έσβησε σαν ίσκιος
  Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
 κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
 κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
 πουλάκι με σπασμένα τα φτερά•
 κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
 στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,
 το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
 κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί•
 κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
 βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ —
 καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
 σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
 η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
 και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
 μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
 μου λέει για κάποια που ‘ζησα ζωή!

«Σταδιοδρομία» * η τελευταία στροφή.
 Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
 θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
 Θα φύγουν, και θα ‘ναι η καρδιά μου
 σα ρόδο που επάτησα χάμου.

 «Ιδανικοί αυτόχειρες» * Οι τελευταίες δύο στροφές.
 Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
 σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
 αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
 για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
 Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
 ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
 «όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
 πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..

«Πρέβεζα»  * η τελευταία στροφή του τελευταίου ποιήματος του.
«…Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς
 Ένας πέθαινε από αηδία
 Σιωπηλοί, θλιμμένοι με σεμνούς τρόπους
 Θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία….».