Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ένα βασικό θέμα που προκύπτει από τα έργα της Τζέην Ώστεν είναι η παροχή εκπαίδευσης που αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην επιρροή της Εκκλησίας και τη θέση των γυναικών στην Αγγλική κοινωνία του 19ου αιώνα.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, ο ρόλος της Εκκλησίας και ιδίως στα θέματα παιδείας ήταν ιδιαίτερα έντονος μέχρι τον 19ο αιώνα. Καθώς το Κράτος, έως το 1870, απέφευγε να έχει ανάμιξη στα εκπαιδευτικά θέματα, η Εκκλησία κατείχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο εξυπηρετώντας τοιουτοτρόπως την επιθυμία της για έλεγχο της σκέψης των πολιτών και διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους. Είχε επομένως τη δυνατότητα να τους χειραγωγεί και να διαθέτει ένα ισχυρό όπλο έναντι της Κυβέρνησης.
Εκτός από την επίσημη Εκκλησία της Αγγλίας – την Αγγλικανική – υπήρχαν και διαφορετικά δόγματα (Μεθοδιστές, Προτεστάντες, Καθολικοί κτλ.) και οι εκπρόσωποι τους επιζητούσαν να συμμετέχουν στην εκπαίδευση. Γι’ αυτό παρατηρείται το φαινόμενο ύπαρξης σχολείων που ανήκαν σε διαφορετικές θρησκευτικές αδελφότητες και τα οποία δεν παρείχαν την ίδια μόρφωση στους μαθητές τους.
Η εν λόγω πολυφωνία όμως αφορούσε μόνο το μάθημα των θρησκευτικών. Διότι στα υπόλοιπα μαθήματα τα σχολεία περιορίζονταν στην παροχή στοιχειωδών γνώσεων αποδεικνύοντας εμπράκτως, ότι, ανεξάρτητα από το δόγμα όπου ανήκαν, όλοι επιθυμούσαν να κατευθύνουν τον λαό και απέφευγαν την όποια αλλαγή των εκάστοτε κοινωνικών δεδομένων.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι δεν εκφράζονταν έντονες αντιδράσεις για την ανάμιξη της Εκκλησίας στην εκπαίδευση και ουδείς απαιτούσε την κρατική παρέμβαση. Οι Άγγλοι δυσανασχετούσαν στην επιβολή της υποχρεωτικής παιδείας και επαναπαύονταν στην ιδέα ότι μόνο η Εκκλησία θα είχε τον σχετικό έλεγχο επειδή τα σχολεία της προάσπιζαν τη διατήρηση των κοινωνικών διακρίσεων, αφού τα παιδιά, από νεαρή ηλικία, μάθαιναν ότι δεν ήταν σωστό να επαναστατήσουν και να διεκδικήσουν μεγαλύτερα δικαιώματα από αυτά που ήδη κατείχαν.
Σύμφωνα εξάλλου με τις εκκλησιαστικές διδαχές, οι κοινωνικές διακρίσεις ήταν έργο του Θεού και γι’ αυτό κανείς δεν μπορούσε να αντιτεθεί στη βούλησή του. Από την εποχή μάλιστα της διάδοσης των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, η αγγλική αστική τάξη είχε διαισθανθεί ότι η διάδοση της παιδείας στους κόλπους των εργατών θα τους δημιουργούσε ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Προκειμένου, επομένως, να αποφευχθεί μία πιθανή κοινωνική ανακατάταξη, πολλοί υποστήριξαν και χρηματοδότησαν την ίδρυση εκκλησιαστικών σχολείων.
Ως επακόλουθο των παραπάνω, οι περισσότεροι διορισμένοι δάσκαλοι ήταν κληρικοί, διότι ήταν πρόθυμοι να τηρούν αδιαμαρτύρητα τις εντολές του δόγματός τους, επιζητούσαν πάντοτε την απόλυτη πειθαρχία και ήταν πολύ αυστηροί με τους ατίθασους μαθητές τους. Αδιαφορούσαν δε για τις νέες παιδαγωγικές μεθόδους και ακολουθούσαν πιστά το παράδειγμα των προγενεστέρων τους.
Η αντιπαλότητα ανάμεσα στους Αγγλικανούς και τους ετερόδοξους διήρκεσε, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ήταν ένας βασικός παράγοντας που συνετέλεσε στην ανάπτυξη της δημοτικής εκπαίδευσης μετά το 1870, αν και η Αγγλικανική Εκκλησία πίστευε ότι ήταν αποτέλεσμα της μετανάστευσης των Ιρλανδών και της απελευθέρωσης των Καθολικών.
Στην πραγματικότητα η εκπαιδευτική ανάπτυξη της χώρας και η απαίτηση διδασκαλίας εκλαϊκευμένων μαθημάτων ήταν ήδη κοινωνικό αίτημα από το 1850.
Όσον αφορά τώρα την εκπαίδευση των κοριτσιών έχει καταγραφεί ότι το ποσοστό αυτών που πήγαιναν στο σχολείο ήταν μικρότερο από εκείνο των αγοριών.
Οι κόρες και οι σύζυγοι των εργαζομένων στα εργοστάσια, εξαναγκασμένες να δουλεύουν και οι ίδιες, δεν είχαν τη δυνατότητα σχολικής παρακολούθησης. Η κατάσταση ήταν ευνοϊκότερη για τις γυναίκες της επαρχίας καθώς ασχολούνταν κυρίως με οικιακές εργασίες και παρέμεναν στο σχολείο περισσότερα χρόνια σε σχέση με τα αγόρια. Επιπρόσθετα οι κόρες των αριστοκρατών είχαν την ευκαιρία να εκπαιδεύονται είτε από μια οικιακή παιδαγωγό, είτε να φοιτούν σε κάποιο από τα θρησκευτικά ιδιωτικά σχολεία, όπου προετοιμάζονταν κυρίως για τον μελλοντικό ρόλο τους ως σύζυγοι και μητέρες.
Στις βιομηχανικές περιοχές, όπου εργάζονταν και οι γυναίκες, ιδίως σε υφαντουργίες, τα κορίτσια δεν φοιτούσαν κανονικά στο σχολείο και το εγκατέλειπαν νωρίς. Οι περισσότεροι γονείς προτιμούσαν για τις κόρες τους τα σχολεία όπου μάθαιναν να κατασκευάζουν δαντέλες και εργόχειρα, παρά να μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση, γιατί θεωρούσαν ότι οι τεχνικές γνώσεις θα τους χρησίμευαν περισσότερο στη δουλειά τους.
Η κατάσταση της γυναικείας εκπαίδευσης βελτιώθηκε κυρίως μετά τα μέσα του 1850 χάρη στη γενικότερη απαίτηση για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας, αλλά και στην προτίμηση των πλουσίων να προσλαμβάνουν ως υπηρέτριες κορίτσια που είχαν φοιτήσει είτε σε σχολεία απόρων, είτε σε σχολεία εθελούσιας παρακολούθησης, όπου διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση και μάθαιναν να είναι καθαρά, υπάκουα, ηθικά και να ζουν με βάση τις χριστιανικές αρχές.
Βιβλιογραφία:
- Adams F.: History of the elementary school contest in England. Brighton Harvester Press 1972
- Adamson J. N.: English education 1789 – 1902. Cambridge University Press 1964
- Birchenough C.: History of elementary education in England and Wales from 1800 to the present day. London University Tutorial Press 1938
- De Montmorency J. E. G: State intervention in English education. Cambridge University Press 1902
- Digby A. – Scarby P.: Children, school and society in nineteenth century England. London Macmillan Press 1981
- Fillden J.: The curse of the factory system. London 1836
- Gomersall M. / Campling J.: Working class girls in nineteenth century England: life, work and schooling. Editions St Martin’s Press 1997
- Hopkins E.: Childhood transformed: working class children in nineteenth century England. Editions Manchester University Press 1994
- Horn P.: Τhe Victorian Country Child. Sutton Publishing 1997
- Johnson R.: Notes on the schooling of the English working class 1780 – 1850. Routledge and Kegan Paul – Open University (1976)