Από την Ισμήνη Χαρίλα

Μελετώντας συνδυαστικά τα δυο έργα της Τζέην Ώστεν, «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη» και «Πειθώ», αντιλαμβάνεται κανείς ότι η θεματική τους είναι παράλληλη και ταυτόχρονα αντίστροφη, αφού αντιμετωπίζονται τα ίδια ερωτήματα σε παρόμοιες συνθήκες, αλλά με διαφορετική αφετηρία.

Το έργο «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη» ακολούθησε το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως και εκδόθηκε ανώνυμα το 1813 με τον τίτλο «Έργο μιας κυρίας, συγγραφέως του Λογική και Ευαισθησία». Η «Πειθώ» δημοσιεύτηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό της και συγκεκριμένα το 1818.

Βασικοί πρωταγωνιστές του πρώτου έργου είναι η Ελίζαμπεθ Μπέννετ και ο Φιτζουΐλλιαμ Ντάρσυ, ενώ του δευτέρου η Άνν Έλιοτ και ο Φρέντερικ Γουέντγουορθ. Γύρω τους συγκεντρώνονται τα μέλη των οικογενειών τους – ιδίως των γυναικών – που διαδραματίζουν έμμεσα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.

Τόσο η Ελίζαμπεθ, όσο και η Άνν αισθάνονται μειονεκτικά από τις πράξεις των συγγενών τους που είναι κατά κανόνα ανάρμοστες για τον κύκλο τους. Σε μια εποχή που όλα κρίνονται από τους τυπικούς συμβατικούς κανόνες που ορίζει η κοινωνική τάξη και από την οικονομική κατάσταση έκαστης οικογένειας, η επιπολαιότητα και η ματαιοδοξία της μητέρας της Ελίζαμπεθ και αντίστοιχα του πατέρα της Άνν – που μεταδίδονται και σε ορισμένες από τις αδελφές τους – τοποθετούν τις δυο ηρωίδες σε ελάσσονα θέση έναντι των ατόμων που συναναστρέφονται.

Η Ελίζαμπεθ είναι είκοσι ετών, με ζωηρό χαρακτήρα, οξυμένη παρατηρητικότητα, αλλά με βιαστική κρίση που πολλές φορές εμμένει στην αρχική εντύπωση και γι’ αυτό δίνει την αίσθηση προκατειλημμένης απέναντι σε κάποιους ανθρώπους.

Σε αντιδιαστολή η Άνν φαίνεται ως η εξελικτική μορφή της. Λογική, έξυπνη, με ήπιο χαρακτήρα και κατανόηση, αλλά ασήμαντη τόσο στα μάτια του πατέρα της όσο και της πρωτότοκης αδελφής της. Επτά χρόνια μεγαλύτερη από την Ελίζαμπεθ Μπέννετ έρχεται αντιμέτωπη με την πρώτη και μοναδική της αγάπη, τον πλοίαρχο Γουέντγουορθ. Από ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης ή του πεπρωμένου, οι δυο τους συναντώνται ξανά έπειτα από έναν μακροχρόνιο και επίπονο χωρισμό.

Η Άνν καλείται επομένως να αναρωτηθεί αν ήταν σωστή η παρελθοντική απόφασή της να υποκύψει στην πειθώ του περίγυρού της και να διαλύσει τον αρραβώνα της με τον Φρέντερικ, που τότε ήταν ακόμη φτωχός και αδύναμος, ενώ η Ελίζαμπεθ μάχεται τις προκαταλήψεις της έναντι του υπερήφανου, πλούσιου και ισχυρού κυρίου Ντάρσυ.

Η ζωή προσφέρει απλόχερα στις δυο ηρωίδες την ευκαιρία να κρίνουν και να κριθούν από τις ίδιες τους τις πράξεις και κατά κάποιον τρόπο τις ωθεί τελικά και στον δρόμο που θα ακολουθήσουν.

Ιδιαίτερη χαρακτηρίζεται η στάση των Φρέντερικ και Φιτζουΐλλιαμ οι οποίοι παρά τον αρρενωπό και δυνατό χαρακτήρα τους εκδηλώνουν την αδυναμία και τον έρωτά τους στις αγαπημένες τους. Ενώ λοιπόν η Ώστεν αναφέρεται στην κοινωνία της εποχής της, που ακολουθεί έναν συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς, οι δυο ήρωές της εμφανίζουν και τη συναισθηματική τους πλευρά, πιθανώς γιατί όσο κι αν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων και δεν επιθυμούν να φανούν ανίσχυροι, σέβονται την ανθρώπινη υπόστασή τους, όπως διαφαίνεται και από τη δήλωση του Φρέντερικ:

«Μην τολμήσετε να πείτε ότι ο άνδρας ξεχνάει γρηγορότερα από τη γυναίκα, ότι η αγάπη του σβήνει νωρίτερα».

Εάν επιχειρούσαμε επομένως να συνοψίσουμε τα κοινά θέματα που συναντώνται στα δυο αυτά έργα, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι εκτός από την αγάπη που εγκλωβίζεται ανάμεσα στην υπερηφάνεια και την προκατάληψη στην πρώτη περίπτωση και υποχωρεί στην δεύτερη, η Ώστεν σκιαγραφεί την κοινωνία της εποχής της, που η ίδια γνώριζε πολύ καλά. Από τη μια πλευρά είναι η αριστοκρατία που αντιπροσωπεύεται από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και από την άλλη η μεσαία τάξη με τους κατόχους μικρότερων γεωργικών εκτάσεων, τους εκπροσώπους του κλήρου, των στρατιωτικών υπηρεσιών και των δικαστών.

Κοινό σημείο ενδιαφέροντος όλων των παραπάνω είναι η κοινωνική τους ισχυροποίηση, η οικονομική τους ευμάρεια και ο γάμος που δεν είναι πάντοτε αποτέλεσμα αγάπης, αλλά ψυχρής υπολογιστικής ανάλυσης, όπως εξάλλου διευκρινίζεται από την πρώτη φράση στο «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη»:

«Είναι πανθομολογούμενη αλήθεια ότι ένας ανύμφευτος άνδρας με μεγάλη περιουσία θα χρειάζεται οπωσδήποτε και μια σύζυγο. Όσο άγνωστα κι αν είναι τα αισθήματα και οι απόψεις ενός τέτοιου άνδρα όταν μετακομίζει σε μια νέα περιοχή, η αλήθεια αυτή είναι τόσο καλά εδραιωμένη στη σκέψη των γύρω οικογενειών που θεωρούν ότι ο άνδρας αυτός αποτελεί δικαίως ιδιοκτησία κάποιας από τις κόρες τους».

Ούτως ή άλλως, με δεδομένη την αναγνώριση κληρονομικών δικαιωμάτων μόνο στους άρρενες απογόνους είναι ευνόητη η αγωνία των γονιών για την εύρεση του κατάλληλου γαμπρού για τις κόρες τους, αφού στην περίπτωση που θα έμεναν ανύπανδρες και δίχως προστασία από πατέρα ή αδελφό, δεν υπήρχε καμιά άλλη επιλογή από τον εγκλεισμό τους σε μοναστήρι.

Σημαντική είναι επίσης και η παρουσία του Κλήρου και η αδιάλλακτη μικρόφθαλμη συμφεροντολογική οπτική μιας μερίδας των μελών του που αντικατοπτρίζεται κυρίως στο πρόσωπο του κυρίου Κόλλινς που είναι ο εξάδελφος της Ελίζαμπεθ και ο κληρονόμος του πατέρα της.

Τέλος δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί η παρουσία του υδάτινου στοιχείου, που αποτελεί στοιχείο πολλών μυθιστορημάτων της εποχής και συμβάλλει είτε ως απρόβλεπτος παράγοντας – υπό τη μορφή μιας καταιγίδας ή της θάλασσας – στην εξέλιξη των γεγονότων. Στην περίπτωση δε του Φρέντερικ ο συμβολισμός του νερού στο επάγγελμά του θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως κάθαρση του αρνητισμού που του προκάλεσε η απόρριψη της αγαπημένης του.

Ρεαλιστικά σαρκαστική, η Τζέην Ώστεν επιτρέπει μέσω της αφήγησης να διαρραγεί ο υμένας της επίπλαστης αφέλειας και της υποκριτικής ευαισθησίας και να φανερωθεί το αληθινό πρόσωπο των ανθρώπινων σχέσεων που – ανεξάρτητα από την όποια ευτυχή κατάληξη – αντιμάχονται πάντοτε τα όρια που τους θέτει ο συντηρητισμός και η κοντόθωρη οπτική είτε του περιβάλλοντος είτε του εαυτού τους.