από την Μάρθα Πατλακουτζά
Υπάρχουν στιγμές που ζυγίζουν όσο μια ζωή, όσο και ο θάνατος.
Μια τέτοια απάντησε ξαφνικά. Και ήταν σαν να πέρασε από πάνω της οδοστρωτήρας.
Το ήξερε πως με την απόφαση της, αντί για να αλλάξει τα πράγματα θα άλλαζε η ίδια.
Το μετάνιωσε ένα λεπτό αργότερα. Ούτε που κατάλαβε πως φορτώθηκε το μυστικό.
«Ευλογημένο», είπε για να καθησυχάσει τις ανησυχίες της που θέριευαν ώρα με την ώρα.
Ήταν όμως;
Για το μόνο που ήταν σίγουρη, ήταν πως για την ίδια είχε πράξει το σωστό. Το ζύγι οδήγησε να σφαλίσει το στόμα της και να καταπιεί την ψυχή της.
Δίχως να το ξέρει είχε βάλει το σαράκι μέσα της. Θέριευε λεπτό προς λεπτό. Ήταν αργά για να κάνει πίσω του. Έπρεπε να μάθει να ζει μαζί του.
Είχε πράξει το σωστό; Γιατί δε μίλησε;
Επειδή δεν ήθελε να πονέσουν περισσότερο οι άνθρωποι που αγαπά πολύ, που αγαπά με τη ζωή της.
Επειδή πίστευε στη συγχώρεση. Είχε βαρεθεί να κατακρίνει, να μισεί, να ασχολείται με κακίες.
Κοίταξε τον χρόνο κατάματα.
Του χαμογέλασε με το ζόρι.
«Αγάντα φίλε μου και μαζί θα κουβαλήσουμε το μυστικό».