από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Το να περιμένεις από τον κόσμο να σου φερθεί δίκαια επειδή τυγχάνεις αποδιοπομπαίος τράγος ενός δύσμορφου συνόλου, μοιάζει με το να περιμένεις να μη σου επιτεθεί ο ταύρος με όλο του το μένος επειδή είσαι χορτοφάγος
. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Κόντρα στην ιδιοσυγκρασία και τα ζωώδη ένστικτα μιας κοινωνίας κατεξοχήν επίβουλης, μες στην οποία οι ανασφαλείς άνθρωποι γίνονται η πιο λαχταριστή λεία.
Στην ίδια κοινωνία που σε απάγει ήδη από τη γέννησή σου και κατά τις καιροσκοπικές διαθέσεις της, θα σε πουλήσει νύχτα σκλάβο. Στην κοινωνία, όπου το κακό τροφοδοτεί η γενική αδιαφορία και προπαντός, η δική σου παραίτηση.
Στην κοινωνία, όπου κατά τον Wilde, κάθε άγιος έχει παρελθόν και κάθε αμαρτωλός ένα σκιώδες μέλλον.
Εργατικός, μοναχικός, εκνευριστικά προβλέψιμος και επαναλαμβανόμενος, ο Ακάκιος Ακακίεβιτς έχει μάθει να δέχεται καθημερινά τη χλεύη και την περιφρόνηση των συναδέλφων του διάγοντας μια ζωή μέσα στη στωική απόγνωση. Και τούτη η απόγνωση είναι σχεδόν φυσιολογική για κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται την αιτία της αδικίας, δε βλέπει την παραμικρή διέξοδο και δε βρίσκει το σθένος να αγωνιστεί.
Η ίδια απόγνωση που βάζει επ’ άπειρον λουκέτο στις μέρες του Ακάκιου Ακακίεβιτς, αντιπροσωπεύει το καταφύγιό του, στο οποίο κουβαριάζεται και νιώθει άνετα. Ο αντιγραφέας με την καλή καρδιά, τον οστεώδη χαρακτήρα, την ανύπαρκτη κοινωνική ζωή και το λιωμένο παλτό του, ζει και αναπτύσσεται σε ένα εργασιακό περιβάλλον θυματοποίησης, και δεν έχει παρά να συνεχίσει να αποτελεί ασμένως το θύμα, εφόσον δε μπορεί να ορθώσει το ανάστημά του.
Μέχρι που ο ράφτης Πέτροβιτς, θα αρνηθεί να μπαλώσει για πολλοστή φορά το φθαρμένο παλτό του και θα τον πείσει να απαλλαγεί επιτέλους από το κουρέλι. Για να προμηθευτεί όμως ένα καινούργιο, πρέπει ο Ακάκιος να πληρώσει μια μικρή περιουσία. Σκεπτόμενος ότι ποτέ δεν είναι αργά να γίνεις αυτό που ενδόμυχα επιθυμείς, ο πρωταγωνιστής της διασημότερης νουβέλας του Νικολάι Γκόγκολ, «Το παλτό» (1842), θα προβεί σε αιματηρές οικονομίες μέχρι να αποκτήσει το ακριβό πανωφόρι των ονείρων του, και μαζί την ευυποληψία του κόσμου.
Θα το ποθεί νυχθημερόν και κάθε του σκέψη θα περιστρέφεται διακαώς γύρω από εκείνο το ύφασμα βέλτιστης ποιότητας που θα το έχει δικό του και μ’ αυτό θα ντύνει το κορμί και την άχρωμη προσωπικότητά του. Όταν επιτέλους θα το φορέσει, η χαρά του θα μοιάζει με μικρού παιδιού, κι η αποδοχή των συναδέλφων του θα αρδεύσει με μαγικό τρόπο την αφυδατωμένη αυτοεκτίμησή του. Και όλα αυτά μες σ’ έναν τρελό διαχρονικό κόσμο, όπου όποιος φοβάται τους άλλους, γίνεται δούλος χωρίς να το καταλάβει, και ζωή δεν είναι παρά η αναζήτηση του τίποτα για κάτι. Όλα αυτά σε ένα κωμικοτραγικό αφηγηματικό πλέγμα, σκεπασμένο από τον αδυσώπητο χειμώνα της Πετρούπολης. Εκεί, αλλά κι οπουδήποτε στη γη, όπου ο αυτοσεβασμός υπάρχει για να είναι πάντα ενεργός. Κι όχι για να τον κρατάμε απλώς στα χέρια σαν ένα κουτί μουχλιασμένα rombaba* που δεν τρώει κανείς.
Πολύ σύντομα όμως, ο Ακάκιος, του οποίου η προσπάθεια να προσδιορίσει τον εαυτό του θυμίζει την προσπάθεια να καταφέρει να δαγκώσει τα ίδια του τα δόντια, θα πέσει θύμα ληστείας. Και πρόκειται για ένα ανθρωπάκι που δεν έχει πολλά να του αποσπάσουν, παρά μονάχα αυτό το υπέροχο παλτό που ράφτηκε για να αναπτερώσει το τσακισμένο από γεννησιμιού του, ηθικό.
Με τρόπο βίαιο θα το αποχωριστεί, όπως θα αποχωριστεί και το δικαίωμα να το επαναδιεκδικήσει, εφόσον ο προϊστάμενός του δεν θα τον βοηθήσει στον αγώνα της εύρεσης και της ανάκτησής του. Η επιστροφή από το ένα στο μηδέν, κοστίζει πιο πολύ στους ανθρώπους από ό,τι η αργή κάθοδος από το δέκα στον άσο, και ο αγαθός Ακάκιος είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Παρατημένος ξανά στην τύχη του από όλους και από όλα, ένας ζωντανός – νεκρός, και ταυτόχρονα άρρωστος άνθρωπος, αλλά βαθιά αξιοπρεπής ως τη στερνή του ώρα, θα κλείσει τα μάτια, και σαν κουρδισμένος από μια ανώτερη γκροτέσκο δύναμη, θα αποδείξει μετά θάνατον, ότι η ζωή για κάποιους, δεν είναι ούτε θέαμα ούτε γιορτή. Είναι ένα βάσανο. Θα αποδείξει πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα, εντέλει. Το να ζεις όμως νικημένος κι άδοξα, είναι σα να τρεμοσβήνεις κάθε μέρα. Όταν το φάντασμά του θα στοιχειώσει τους ρωσικούς δρόμους αναζητώντας τη δικαίωση και εκείνο το παλτό που τού έκλεψαν κάποτε ομού με την καταρρακωμένη του περηφάνια, θα καταλήξει στο ότι μια εκδίκηση μικρή, είναι πιο συμφέρουσα και ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση.
Ο Γκόγκολ που υπέφερε από οξεία μανιοκατάθλιψη και έτρεμε στην ιδέα να θαφτεί ζωντανός, παραδίδει ένα ανάγνωσμα που θα χωρά πάντα στις μέλλουσες γενιές καθώς όλοι θα φοβούνται την οργή του υπομονετικού ανθρώπου.
Σε μια χιτσκοκική σκηνοθεσία φερμένη κατευθείαν από το μέλλον, ο συγγραφέας που στο «Παλτό» του εξεκολάφθησαν κατά τον Ντοστογιέφσκι, όλοι οι μεταγενέστεροί του δημιουργοί, υπογράφει μια ιστορία όπου όλοι βλέπουν αυτό που φαίνεσαι και λίγοι κατανοούν αυτό που είσαι, όπου στον φοβισμένο τίποτα δε δίνει περισσότερο κουράγιο από τον φόβο του ισχυρού, και τελικά η όψιμη μετάνοια δεν αφορά τόσο στην οδύνη για το κακό που προκαλέσαμε, αλλά στον άκρατο πανικό που μάς καταβάλλει στη σκέψη των συνεπειών του. Ο συγγραφέας τοποθετεί ακουστικό ενδοσυνεννόησης στον ήρωά του και συνεχώς τον προτρέπει να θυμηθεί τη χελώνα που δεν κάνει ποτέ βήμα μπροστά αν δε βγάλει το κεφάλι της από το καβούκι, και πως από όλες τις δυστυχίες, η χειρότερη είναι η αυτοπεριφρόνηση.
Όταν το φάντασμα του Ακάκιου θα αντιδράσει, ο αναγνώστης δεν έχει παρά να συμφωνήσει στο ότι όλα είναι θεωρητικώς ακατόρθωτα μέχρι να συμβούν, καθώς όπως η ζωή, έτσι και η Λογοτεχνία ασχολούνται με πράγματα που εμπνέονται από την τρέλα και καταγράφονται με τη λογική, με ανθρώπους που αν ο Θεός τους ήθελε διαφορετικούς, θα τους είχε πλάσει αναλόγως, και τη Φύση που ποτέ δεν έριξε το βλέμμα της στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, και επιμένει να μας κάνει άνισους.
*παραδοσιακό ρωσικό κέικ