από την Μαγδαληνή Παπαδοπούλου.

Για μένα πάντοτε ο Ιούνιος σηματοδοτούσε την έναρξη της πιο μελαγχολικής εποχής του χρόνου…

Θυμάμαι πως, από μικρό παιδί, το καλοκαίρι με μελαγχολούσε και ξυπνούσε μέσα μου κάτι σκοτεινό και ανερμήνευτο.

Λίγο η αφόρητη ζέστη που μετατρέπει τους ανθρώπους σε νωχελικές και βραδυκίνητες μηχανές, λίγο η εκκωφαντική σιωπή και η αδράνεια των μεσημεριών του, λίγο η ενοχλητική και κοσμοπολίτικη βαβούρα του, οδήγησαν ακόμα και μεγάλους καλλιτέχνες στο να περιγράψουν αυτήν την εποχή του χρόνου σαν μια περίοδο γλυκιάς μελαγχολίας. Η αίσθησή μου αυτή επιβεβαιώνεται κάθε φορά που ακούω τις τέσσερις εποχές του Vivaldi.

 

Στο άκουσμα του ονόματός του, οσφραίνομαι σαν να’ ναι τώρα – κι ας έχουν περάσει έκτοτε διψήφια στον αριθμό καλοκαίρια – όλα εκείνα τα βράδια που έβγαινα ξυπόλυτη στην αυλή στο χωριό μας και στεκόμουν δίπλα στον πατέρα μου, ο οποίος πότιζε τα λουλούδια υπό τους ήχους των γρύλλων, των τελευταίων τζιτζικιών της ημέρας και της κουκουβάγιας.

Κάθε βράδυ η ίδια ιεροτελεστία. Ανυπομονούσα όλη την ημέρα για την ώρα που ο πυρωμένος δίσκος θα χαθεί από το ουράνιο στερέωμα και εμείς θα ξεχυθούμε έξω, μέσα στη φύση του κήπου μας, για να δημιουργήσουμε τη δική μας μυσταγωγία. Εκείνα τα βράδια , στρέφοντας συχνά το κεφάλι προς τα πάνω και κοιτάζοντας έκθαμβη έναν ουρανό που είχε κατακλυστεί από μυριάδες αλαργινές πυγολαμπίδες, ζωντάνευαν μεταξύ μας οι πιο σπουδαίες συζητήσεις.

 

Μιλούσαμε για τη ζωή, για τα μυστήριά της, για το θάνατο, για το Θεό και το άπειρο, για την έννοια της αιωνιότητας, για την ύπαρξη ζωής σε άλλους πλανήτες, ή για την ύπαρξη ζωής πέρα από τη ζωή, για γεγονότα σημαντικά και μη, προβληματισμούς δικούς μου και δικούς του, πάντως όλα εκείνα άσκησαν επάνω μου μία επίδραση ανυπολόγιστη, την οποία αν και τότε διαισθανόμουν αμυδρά, μονάχα τώρα μπορώ να αξιολογήσω και να εκτιμήσω στις πραγματικές διαστάσεις της.

 

Δίπλα του – ανάμεσα στα άλλα – έμαθα τα ονόματα πολλών φυτών, τον τρόπο και τον κατάλληλο χρόνο που πρέπει να τα φροντίζω, πως από την πνοή τους παίρνουμε και εμείς πνοή και πως κάθε ζωντανό πλάσμα πάνω στον πλανήτη έχει την αξία του και εμείς το ύψιστο χρέος να το προστατεύουμε. Άλλωστε, πρωτίστως εκείνος ήταν που σε νηπιακή ηλικία μού εμφύσησε τη μεγάλη αγάπη για τα ζώα και την ανάγκη μου να τα περιθάλπω.

 

Θυμάμαι τη γλυκιά φωνή της μητέρας μου να μας καλεί επίμονα για βραδινό – αλλά μάταια! Αν και οι καλοκαιρινές γεύσεις, φτιαγμένες με μαεστρία από τα χέρια τα δικά της ή της γιαγιάς και η φρεσκοκομμένη σαλάτα με ζαρζαβατικά από τον κήπο του παππού, αποτελούσαν πειρασμό, δεν μπορούσαν να συγκριθούν επουδενί με την άλλη τροφή, την πνευματική, της οποίας γινόμουν κοινωνός εκείνα τα μαγικά βράδια! Και έτσι, η μία αναβολή έδινε τη θέση της στην άλλη και εμείς περιστρεφόμασταν ολοένα σε μία δίνη από λέξεις, σκέψεις και συναισθήματα. Τουλάχιστον, υπό το πρίσμα αυτής της μεγαλοπρέπειας αντίκριζαν όσα συνέβαιναν τα μάτια του παιδικού εαυτού μου!

 

Θυμάμαι, έπειτα, τη μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη στον επάνω όροφο, γεμάτη βιβλία και ενθύμια μίας ολόκληρης ζωής, την οποία ακόμη και τώρα στην πρώτη ευκαιρία εξερευνώ και – τι περίεργο – πάντα έχει κάτι ανείπωτο να μου αποκαλύψει! Θυμάμαι το φιλί της μητέρας μου για καληνύχτα, όταν είχα τυλιχτεί ήδη στα δροσερά σεντόνια, το τρυφερό φιλί που πάντα με έκανε να αισθάνομαι ασφάλεια και σιγουριά. Θυμάμαι την πόρτα να κλείνει και εμένα να περιμένω να αποκοιμηθούν όλοι, ώστε να μπορέσω να βγω από το δωμάτιό μου περπατώντας στις μύτες των ποδιών και να διαλέξω στα κρυφά ένα βιβλίο, ακόμα και ένα βιβλίο “των μεγάλων”, καθόλου προορισμένο για παιδιά.

 

Ίσως ήδη από τότε ακόμα, η νύχτα για μένα να φορούσε τα πιο φωτεινά χρώματα και να ξυπνούσε μέσα μου τη διάθεση για περιπλανήσεις… Αν και κουβαλούσα στους ώμους σαν γλυκό βαρίδιο, αυτή τη μελαγχολία που μου άφηναν πάντα οι βραδινές συζητήσεις μας, δεν ένιωθα χορτασμένη ακόμα. Η πνευματική δεξαμενή μοιάζει με ένα στομάχι που όσο περισσότερο το γεμίζεις, τόσο περισσότερη ανάγκη έχει από τροφή. Την αναζητούσα λοιπόν εκεί που έμελλε να την αναζητώ και σε όλη τη μετέπειτα ζωή μου – ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Τα μικρά μου χέρια έπιαναν λογής λογής βιβλία, τα επεξεργάζονταν, τα ξεφύλλιζαν και έπειτα διάλεγαν ένα, σχεδόν ενοχικά, σαν μια απαγορευμένη απόλαυση που κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει, για συντροφιά εκείνης της νύχτας. Τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη, βιβλία Ιστορικά, Πολιτικά, κάποια Λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, Μυθιστορήματα, παλιά τετράδια και φωτογραφίες της οικογένειας – τα τελευταία τα διάλεγα μόνο όταν είχα διάθεση να ανακαλύψω κρυμμένα μυστικά ! Έτυχε και ένα βράδυ από αυτά, να τραβήξω απο το ράφι και ένα βιβλίο Επιστημονικό, το οποίο με σόκαρε τόσο, σε σημείο που δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου και που έπαιξε ρόλο απολύτως καθοριστικό στη ζωή μου – μα αυτό είναι μία εντελώς άλλη ιστορία.

 

Δεν ξέρω πόσα καταλάβαινα από όλες εκείνες τις μυστικές αναγνώσεις, θυμάμαι όμως καθαρά την ψυχική αναταραχή να δίνει σιγά σιγά τη θέση της στη γαλήνη της εξάντλησης και της ανικανότητας να κρατηθούν ανοικτά τα βλέφαρά μου. Τότε παραδινόμουν στον πιο μελωμένο, στον πιο παραλυτικό ύπνο και τα όνειρά μου ήταν βαριά, περίεργα και ανήσυχα, όπως ήταν ολόκληρο το καλοκαίρι.

 

Θυμάμαι και κάτι ακόμη, τώρα που χαράζει και πλησιάζει πάλι σιγά σιγά το κύμα του πρώτου σωματικού μουδιάσματος : τα απογεύματα που συναντιόμασταν με τα παιδιά του χωριού στους δρόμους του “Κάτω Μαχαλά” και παίζαμε μέχρι τελικής πτώσεως παιχνίδια όπως τζαμί, κρυφτό, ή διηγούμασταν τρομακτικές ιστορίες για φαντάσματα, τότε που όλα ήταν πιο αληθινά, τα γόνατα ματωμένα και οι αισθήσεις εκστασιασμένες. Όταν σουρούπωνε, ξέραμε πως ήρθε πια η ώρα της επιστροφής, οπότε μαζί με τον αδερφό μου ανεβαίναμε στα ποδήλατά μας και ξεκινούσαμε για την ανηφόρα που οδηγεί στον επάνω συνοικισμό και στην ασφάλεια του σπιτιού μας. Ανάμεσα στους δύο συνοικισμούς, υπήρχαν τα νεκροταφεία του χωριού, από τα οποία έπρεπε αναγκαστικά να περάσουμε. Θυμάμαι τους μυς των ποδιών μου να παίρνουν φωτιά προσπαθώντας να κάνουν πετάλι όσο πιο γρήγορα γίνεται και ένα ρίγος να με διαπερνά ολόκληρη – λες και κάτι με κυνηγούσε, κάτι που θα με έπιανε από στιγμή σε στιγμή, μία σκιά, ένα αερικό … Θα ορκιζόμουν μάλιστα πως κάτι είδα φευγαλέα, κάτι ανερμήνευτο και θολό, θα το ανακαλούσα ξανά πριν κοιμηθώ και θα ένιωθα και πάλι το ίδιο σύγκρυο.

 

Εκείνα τα πρώτα χρόνια, δε θα μπορούσα να ξέρω την αλήθεια, δε θα μπορούσα με τίποτα να ξέρω τότε, πως αυτό που με κυνηγούσε απειλητικά και εγώ έτρεχα να του ξεφύγω με όλες μου τις δυνάμεις, ήταν εκείνο από το οποίο ποτέ μου δε θα γλίτωνα, εκείνο που αναπόφευκτα​ πάντοτε στο τέλος θα με έπιανε κάθε μα κάθε φορά : η μελαγχολία των καλοκαιριών της ζωής μου.