από την Μάρθα Πατλακουτζά.
Κοιτώντας το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες, ψάχνεις να βρεις τον χρόνο που πέρασε. Να τον αγγίξεις, να τον φυλακίσεις, να τον εμποδίσεις να συνεχίσει τη φθορά του.
Θυμάσαι κάθε Πάσχα που σου αγόραζαν ένα και μοναδικό φορεματάκι τη χρονιά, θυμάσαι που τη χαρά για το καινούριο ζευγάρι παπούτσια, που θα αντικαθιστούσε τα γδαρμένα, που από το φόρα φόρα είχαν τρυπήσει. Οι δε σόλες είχαν κολλήσει ξανά και ξανά.
Θυμάσαι τα ανδραγαθήματα με την τσακαλοπαρέα, τα πρώτα σκιρτήματα, τα μεγάλα χτυπήματα που όμως δεν ήταν ικανά να σταματήσουν την πορεία σου προς το παιχνίδι.
Θυμάσαι την αθωότητα, τη συγχώρεση.
Θυμάσαι την ανεμελιά. Τίποτα δεν ήταν ικανό να σε κρατήσει στεναχωρημένο για πάνω από πέντε λεπτά. Με συνοπτικές διαδικασίες ξεχώριζες τα κουκιά, τα λάθη από τα σωστά και προχωρούσες για νέες περιπέτειες. (Οι αναλύσεις και οι ψυχαναλύσεις ήρθαν όταν εσύ μεγάλωσες, όταν ο κόσμος σου μεγάλωσε).
Θυμάσαι πως έβλεπες τον κόσμο να είναι αγγελικά πλασμένος και την καλοσύνη που νόμιζες πως υπήρχε παντού.
Θυμάσαι πως τότε έκανες όνειρα μεγάλα, ζωντανά, ασταμάτητα. Και ήταν τόσα πολλά, που ξεπηδούσαν το ένα πίσω από το άλλο σαν το γάργαρο νερό πέτρινης κρήνης.
Είναι αυτές οι μνήμες που σε κάνουν να ερωτεύεσαι το χθες. Διαλέγεις τις πιο αστραφτερές για να λάμπουν στο σκοτάδι της ενηλικίωσης. Τις βαστάς φυλαχτό μες στην ψυχή σου. Αποκτούν την ιερότητα του ανέγγιχτου, του κόσμου που δημιούργησε εσένα.
Η μνήμη είναι έρωτας μονάκριβος.
Ο μόνος που κρατά μια ολάκερη ζωή.