από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Αν δεν είσαι σίγουρος και έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε μια αμύητη στον έρωτα γυναίκα, και ένα τσιγάρο, μη σκεφτείς το παραμικρό. Διάλεξε καλύτερα το τσιγάρο. Το πετάς εύκολα οπουδήποτε και δεν κινδυνεύεις να σε στοιχειώσουν μάτια που σαν ξέχειλη στέρνα, θα χύσουν δάκρυα πικρίας και συναισθηματικής εμβροντησίας στο άβολο αντίκρισμα μιας αλήθειας που ο θύτης έπαψε να κρύβει.
Είναι ανανδρία στον έρωτα το ψέμα. Και ειδικά απέναντι σ’ αυτούς που, ανοχύρωτοι από πρότερες εμπειρίες ή κοινώς πρωτάρηδες σ’ αυτόν, αγνοούν ότι η πρώτη αγάπη συνήθως, δεν είναι παρά ένα μετρίως καλό έργο, στο οποίο παραμονεύει μια κακογραμμένη πράξη.
Είναι αλήθεια: η πρώτη αγάπη είναι ένας λαβύρινθος, όπου παίρνουμε λάθος κατεύθυνση προτού ακόμα αρχίσουμε να περπατάμε. Κι όχι επειδή είμαστε τυφλοί, αλλά επειδή τείνουμε να βλέπουμε κάτι που δεν υφίσταται. Παρόλα αυτά, κανείς δε θα μπορέσει να αρνηθεί πως τα ερωτευμένα κορίτσια είναι και τα πιο όμορφα, και αδιαμφισβήτητα η Jenny Mellor για το διάστημα που αγνοεί πως ό,τι αρχίζει τελειώνει, και μάλιστα με οδυνηρό τρόπο τις πιο πολλές φορές, είναι από εκείνους τους ανθρώπους που δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι όταν ευτυχούν.
Θα τον γνωρίσει μια βροχερή μέρα στο προαστιακό Λονδινό της δεκαετίας του ’60, βγαίνοντας από το ωδείο. Αυτός θα οδηγεί αμέριμνος το αυτοκίνητό του μέχρι να την προσέξει. Και πώς να μην το κάνει άλλωστε; Ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που στάζει από την κορυφή ως τα νύχια από το νερό της βροχής θα τού κινήσει αμέσως το ενδιαφέρον. Θα της προτείνει χωρίς δεύτερη σκέψη να την γυρίσει στο σπίτι της, και παρά τους αρχικούς δισταγμούς της, η μπόρα που δυναμώνει, μα κυρίως το γοητευτικό χαμόγελο και οι αβροί τρόποι του τριανταπεντάχρονου David Goldman, θα την πείσουν πως μόνο κακό δε μπορεί να τής κάνει.
Παρακολουθεί τις κινήσεις του. Τον τρόπο με τον οποίο θωπεύει το τιμόνι, τον τρόπο με τον οποίο κρατά στα χείλη του το τσιγάρο, τον αυθορμητισμό του, αλλά και τις απόψεις του πάνω στη ζωή που η ίδια ονειρεύεται για τον εαυτό της. Ο David Goldman είναι φανερό πως ξέρει καλά πώς να κάνει αυτή την άγουρη γυναικεία ύπαρξη να παραδώσει τα όπλα μπροστά του, και δεν θα αργήσει να το καταφέρει. Αυτός ο άντρας καθώς και το φιλικό του ζευγάρι, Danny και Helen, μοιράζονται κωδικοποιημένα μιαν αλήθεια που η αγάπη της Jenny δεν δύναται να μεταφράσει, παρόλα αυτά επιτρέπουν στο θράσος να κυριεύσει τα πάντα, ως πυρκαγιά που καίει τα στάχυα.
Η Jenny που ονείρευεται σπουδές Λογοτεχνίας στην Οξφόρδη, και έπειτα την εγκατάστασή της στο Παρίσι, όπου θα μπορεί με την άνεσή της να καπνίζει, να φορά μαύρα ρούχα, να πηγαίνει θέατρο, να βάφει τα μάτια σαν την Juliette Greco, και να τραγουδά τα τραγούδια της χωρίς να την διακόπτει διαρκώς ο σοβινισμός του Άγγλου πατέρα της, θα ακολουθήσει σαν πιστό σκυλί τον David και τους φίλους του σε πλειστηριασμούς έργων Τέχνης, θα ανταλλάξει απόψεις μαζί τους περί ζωγραφικής και Λογοτεχνίας, θα αφομοιωθεί σε πλασματικούς κόσμους, όπου οι Jones, Piper, Rosetti, Sagan, και άλλοι είναι παραπετάσματα που θολώνουν με χρυσόσκονη τα αθώα μάτια της.
Ή πιο σωστά, η τσεχωφική εκείνη ψευδαίσθηση που συναρπάζει τη θνητή καρδιά και είναι προτιμότερη από χιλιάδες πεζές αλήθειες. Θα γίνει υποχείριο του David, και όταν αυτός θα τής αποδείξει πως οι παλιάνθρωποι ενώνονται μεταξύ τους σαν τις σάπιες σταφίδες, θα είναι αργά. Η Jenny θα παρακολουθήσει τον έρωτά της να εκπνέει από δικό του σφάλμα, και θα συνειδητοποιήσει πως για να αποκτήσει κανείς αυτό που θέλει από τις γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, το μόνο που έχει να κάνει είναι να μην τις αποθαρρύνει, και πως κατά περίσταση η τέχνη τού να αρέσεις είναι συνώνυμη της εξαπάτησης. Η Jenny, που κατά τη νηνεμία της φαινομενικής αγάπης, δεν είχε ουδέποτε στο μυαλό της την έλευση της καταιγίδας και την προστασία από αυτήν, είναι ένα κορίτσι με μέλλον που έκανε το λάθος να δοθεί σε έναν άντρα με παρελθόν. Είναι άλλη μια πληγωμένη γυναίκα εντός της οποίας θα στηθεί ένα περίοπτο ηρώο συναισθηματικής εμπειρίας που συγχρόνως θα αποτελεί πάντα μνημείο βαρβαρότητας.
Αυτό πραγματεύεται η ταινία των Lynn Barber και Nick Hornby, «An education» (2009), σε σκηνοθεσία της Lone Scherfig: την πρώτη αγάπη που θυμίζει δέσμη φωτός που χάνεται στη νύχτα, τις αποσπασματικές περιόδους ευτυχίας που μες σε μια στιγμή, σαρώνονται όπως οι καύσωνες στη θερινή μπόρα, την εμπιστοσύνη του πρωτόπειρου που μοιάζει με χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του έμπειρου, αλλά κυρίως τη ζωή που δεν είναι παρά ένα τριαντάφυλλο, όπου κάθε ροδοπέταλο είναι μια γλυκιά ψευδαίσθηση, και κάθε αγκάθι μια πραγματικότητα, τόσο απαιτητική που σε δεσμεύει να πορευτείς μαζί της.
Η Carey Mulligan (Jenny) και ο Peter Sarsgaard (David) θα παραδώσουν στον θεατή τη ζωντάνια ως το μυστικό της ομορφιάς, μα και τον ερωτικό πόνο γυμνό, που δεν είναι παρά το μέρος αυτού του εκπαιδευτικού προγράμματος που λέγεται ζωή. Αντιστικτικά, ο Dominic Cooper (Danny), η Rosamund Pike (Helen), και ο Alfred Molina (Jack Mellor), θα κλείσουν μια ιστορία εφήμερης αγάπης, όπου μόνο όταν υποφέρεις, βλέπεις τα πράγματα καθαρά, και αγαπιέσαι για το δάκρυ που τελικά δεν μπόρεσες να κρύψεις.
Τις νύχτες που τα ψέματα γίνονται πιο αξιόπιστα από τις αλήθειες και ο έρωτας μοιάζει με εμφύλιο, η συγκεκριμένη ταινία έρχεται για να θυμίσει ότι η απόκτηση εμπειριών είναι η βαθμιαία ανακάλυψη της άγνοιάς μας και ένα όπλο, του οποίου οι συνέπειες εξαρτώνται από τα χέρια που το κρατούν και τον στόχο, τον οποίο ετοιμάζεται να καταρρίψει. Το διαχρονικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα «An education» αποδεικνύει πως κανείς δε θα έπρεπε να ζει αν πρώτα δεν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως θύμα. Μόνο τότε θα μπορεί να φωνάξει στον εαυτό του, απαλλαγμένος από συναισθηματικά παράσιτα, σαν άλλος Αύγουστος «Plaudite, amici, comedia finita est!»*
*«Χειροκροτήστε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε!» – ανήκει στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αύγουστο