Γράφει ο Ερμής:
Ο Ζέφυρος απεχθάνεται και απορρίπτει μετά βδελυγμίας κάθε μορφή αδικίας. Εκνευρίζεται με την εξαπάτηση και την εκμετάλλευση των αδυνάτων και ιδίως με την κλοπή ιδεών. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που μας αφηγήθηκε την ιστορία του Πιέρ, ενός νεαρού που υπηρετούσε έναν φημισμένο τροβαδούρο που το ταλέντο τον εγκατέλειψε νωρίς ή – για να ακριβολογούμε – δεν του δόθηκε ποτέ.
Κάθε νέος στίχος και κάθε νότα δεν ήταν παρά η έμπνευση του Πιέρ που εν αγνοία του τροφοδοτούσε τον αφέντη του. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο τροβαδούρος δεν αποκάλυψε ποτέ στον υπηρέτη του ούτε ότι γνώριζε το χάρισμά του, ούτε ότι παραφυλούσε κάθε βράδυ έξω από το δωμάτιό του για να τον ακούσει και να μάθει τα τραγούδια του.
Προνοητικός και έξυπνος δεν επέτρεψε ποτέ στον Πιέρ να τον συνοδεύσει και ούτε του ομολόγησε ότι αυτός ήταν η αιτία του επαγγέλματός του.
Ο χρόνος κύλησε γοργά σαν τα ορμητικά νερά του χειμάρρου, αλλά ο ποιητικός οίστρος του Πιέρ, αντί να στερέψει, βελτιωνόταν διαρκώς, προσφέροντας όλο και πιότερα πλούτη στον τροβαδούρο.
Ήρθε όμως κάποτε η στιγμή που έπρεπε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Ήταν πρωί και ο Πιέρ πήγαινε στην αγορά, όταν ξαφνικά άκουσε μια από τις μελωδίες του.
«Πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε και ακολούθησε τον ήχο για να ανακαλύψει την προέλευσή του. Μπροστά του στέκονταν πολλοί άνθρωποι που έκρυβαν τον μελωδό, αλλά εκείνος κατόρθωσε να βρει ένα κενό, να χωθεί ανάμεσα και να δει ότι ο άγνωστος δεν ήταν άλλος από τον αφέντη του.
Καταλαβαίνετε επομένως την έκπληξή του. Προτού προλάβει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε, ο τροβαδούρος τέλειωσε το άσμα του και δέχθηκε τις επευφημίες του κοινού. Έπειτα έπαιξε μια δεύτερη μελωδία και μια τρίτη, όλες φυσικά δημιουργίες του υπηρέτη του που, απογοητευμένος και προδομένος, παρέμενε βουβός και αδύναμος να αντιδράσει.
Εντωμεταξύ ο τροβαδούρος αποφάσισε να «κλείσει» το πρόγραμμά του με τη μελωδία που συνέθεσε ο Πιέρ το προηγούμενο βράδυ. Καθώς όμως δεν την είχε μάθει καλά, τα δάχτυλά του δεν έπαιζαν σωστά τις νότες και η μνήμη του δεν τον βοηθούσε με τους στίχους. Το συγκεντρωμένο πλήθος τον παρατηρούσε δίχως να καταλαβαίνει και τότε ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο μικρά αηδόνια που άρχισαν να κελαηδούν δυνατά. Το τραγούδι τους έμοιαζε ανθρώπινο και διηγιόταν την ιστορία ενός κλέφτη, ενός ατόμου που εκμεταλλεύτηκε τη δουλειά ενός άλλου και την παρουσίασε σαν δική του.
Στη συνέχεια τα αηδόνια πέταξαν και κάθισαν πάνω στο κεφάλι του Πιέρ και όλοι κατάλαβαν ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές της αφήγησης. Ένα παιδί έτρεξε αυθόρμητα και πήρε το όργανο του τροβαδούρου και το έδωσε στον Πιέρ που έπαιξε τη μελωδία του και μάγεψε τους ακουόντες.
«Έχουν δίκιο τα αηδόνια. Αυτός είναι ο αληθινός καλλιτέχνης», αναφώνησαν όλοι και στράφηκαν απειλητικά προς τον τροβαδούρο που είχε προλάβει όμως να εξαφανιστεί.
Έκτοτε ο Πιέρ δικαιώθηκε, απέκτησε φήμη και χρήματα, ενώ ο παλιός του αφέντης δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
Συνταγή της Αμβροσίας: Το άσμα των γεύσεων
Υλικά:
20 φύλλα κρούστας για πίτα
½ κιλό κιμάς (¼ χοιρινός και ¼ αρνίσιος)
1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι (ψιλοκομμένο)
1 ποτήρι του κρασιού λάδι
2 κουταλιές της σούπας πελτές ντομάτας
Λίγος μαϊντανός (ψιλοκομμένος)
1 πρέζα κύμινο
½ κούπα κουκουνάρι
½ πρέζα κουρκουμάς
Πιπέρι
Για την κρέμα:
2 αυγά (χτυπημένα)
2 μεγάλα ποτήρια του νερού γάλα
1 κουταλιά της σούπας βούτυρο
2 μικρά ποτήρια του κρασιού σιμιγδάλι ψιλό
Εκτέλεση:
Ετοιμάζουμε τον κιμά:
Σε μια κατσαρόλα βάζουμε τον κιμά και το κρεμμύδι και τα σωτάρουμε. Προσθέτουμε λίγο νερό και αφήνουμε να πάρουν 2 – 3 βράσεις. Προσθέτουμε τον πελτέ ντομάτας (διαλυμένο), το λάδι, τον μαϊντανό, το πιπέρι και αφήνουμε να ψηθούν. Αποσύρουμε από τη φωτιά, όταν ο κιμάς είναι στεγνός και όχι ξερός.
Ετοιμάζουμε την κρέμα:
Βάζουμε όλα τα υλικά της κρέμας σε μια κατσαρόλα και τα βράζουμε, ανακατεύοντας όμως συνεχώς για να μην κολλήσουν. Αποσύρουμε από τη φωτιά όταν η κρέμα έχει δέσει, αλλά δεν είναι σφιχτή.
Ανακατεύουμε την κρέμα με τον κιμά, προσέχοντας να μην είναι ζεστά.
Προσθέτουμε κύμινο, τον κουρκουμά, το κουκουνάρι και ανακατεύουμε. Χωρίζουμε τα φύλλα σε πέντε πακέτα των τεσσάρων.
Παίρνουμε το πρώτο πακέτο και στρώνουμε τα φύλλα ως εξής: φύλλο – αλείβουμε με ένα πινέλο με λάδι και ούτω καθεξής μέχρι να τελειώσουν τα τρία φύλλα. Από πάνω στρώνουμε το τέταρτο φύλλο (χωρίς λάδι), διπλώνουμε ελαφρά και βάζουμε κατά μήκος γέμιση. Διπλώνουμε τις άκρες για να μην χυθεί η γέμιση και τυλίγουμε σε ρολό.
Επαναλαμβάνουμε με τον ίδιο τρόπο έως ότου τελειώσουν και τα πέντε πακέτα φύλλων.
Τοποθετούμε τους ρολούς σε λαδωμένο ταψί, τους αλείβουμε με λάδι, τους ραντίζουμε με νερό και τους ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 200΄C περίπου για μία ώρα.
Πίνακας: «Ο τροβαδούρος» του Marcel Brunery