Από την Ισμήνη Χαρίλα

Υπάρχουν φορές που ο μαγνήτης της λήθης αποτραβά στη σκιά των προβολέων ορισμένους από τους ανθρώπους που άφησαν το στίγμα τους στην πορεία του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι και ο Γάλλος ποιητής Αλφρέ ντε Μυσσέ, ο οποίος δυστυχώς σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό που δεν σχετίζεται με τους λογοτεχνικούς κύκλους.

«Το παιδί θαύμα του ρομαντισμού», όπως αναφέρεται από τους μελετητές, ξεκίνησε να γράφει στίχους από την πρώιμη ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, ενώ οφείλει τη φήμη του στην ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ιστορίες της Ισπανίας και της Ιταλίας» που δημοσιεύτηκε το 1830 – την ίδια δηλαδή χρονιά που γνώρισε και την αποτυχία με τη θεατρική παράσταση «Η Βενετσιάνικη Νύχτα» – αλλά και στο περίφημο έργο του «Λορεντσάτσο», του 1834, που θεωρείται ως ένα αριστούργημα του γαλλικού ρομαντικού δράματος.

Τέσσερα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1838 δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση των δυο κόσμων» το λιγότερο διαδεδομένο αφήγημά του «Ο γιος του Τιτσιάνο».

Η ιστορία ξεκινά τον Φεβρουάριο του 1580 στη Βενετία και ο ήρωας είναι ο Πομπόνιο Φίλιππο Βετσέλιο, ο δευτερότοκος γιος του διάσημου Ιταλού ζωγράφου Τιτσιάνο (ή Τισιανός όπως έχει καταγραφεί με το εξελληνισμένο όνομά του).

Η υπόθεση επικεντρώνεται στη σχέση του Πίπο, όπως είναι το υποκοριστικό του Πομπόνιο, με τη Βεατρίκη Λορεντάνο, τη χήρα του δικαστή Ντονάτο και στην προσπάθεια της τελευταίας να τον πείσει να εγκαταλείψει την άσωτη ζωή του – που ξοδευόταν ανούσια σε βραδιές τζόγου, κραιπάλης και εφήμερων ερωτικών περιπετειών – και να αφιερωθεί στη ζωγραφική.

Ο δημιουργός με σύντομο, περιεκτικό και λυρικό λόγο σκιαγραφεί την κοινωνία της Βενετίας, συγκρίνει τον δέκατο έκτο αιώνα με την εποχή του, ενώ ως θιασώτης της ειλικρίνειας και της λογικής δεν διστάζει να σατιρίσει την υποκρισία και την χειραγώγηση.

Κυρίαρχο ρόλο σε ολόκληρο το έργο διαδραματίζει ο έρωτας που ωθεί από τη μια πλευρά τη Βεατρίκη να διακινδυνεύσει το όνομα της ευγενικής της καταγωγής και να παραδοθεί στα συναισθήματα της και από την άλλη πλευρά αποπειράται να συνετίσει τον Πίπο και να τον παρακινήσει να αλλάξει, έστω κι αν αυτός στο τέλος δεν υποχωρεί στις προσδοκίες της αγαπημένης του και δεν της χαρίζει παρά μόνο ένα και μοναδικό πορτραίτο.

Ο έρωτας συγκρούεται με τη δόξα και το χρήμα και ο ήρωας προτιμά δίχως ενδοιασμούς την αιώνια αγάπη. Η επιλογή του φυσικά είναι καθ’ όλα εύλογη και δεν υφίσταται ουσιαστικά κανένα δίλημμα, αφού και ο ίδιος ο Αλφρέ ντε Μυσσέ, κατά την περίοδο συγγραφής, βίωνε τη θυελλώδη σχέση του με την ομότεχνό του Γεωργία Σάνδη.

Ο Πίπο λοιπόν ακολουθεί το όνειρο του δημιουργού του και επιχειρεί με τη σειρά του να γευτεί κάθε άδολο δώρημα του φτερωτού θεού.

Η θλίψη, παρούσα συνήθως στα έργα του Αλφρέ ντε Μυσσέ, απέχει παραδόξως από τον «Γιο Του Τιτσιάνο», ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι παρατηρείται και μια ελαφρά νότα αισιοδοξίας, που πηγάζει από τον έρωτα των πρωταγωνιστών, αλλά και από τη ροπή του Πίπο να γεύεται την ευφορία που του χαρίζει η έμφυτη οκνηρία του.

Μια εικόνα λοιπόν που έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη τάση του Γάλλου λογοτέχνη που έμεινε στην ιστορία ως ο «ποιητής του πόνου». Γιατί, όπως έγραψε και στο ποίημά του «Θλίψη»:

«Το μόνο καλό που μου έμεινε στον κόσμο

Είναι ότι κάποιες φορές έχω κλάψει».