από τον Πάνο Χατζηγεωργιάδη
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
(Μια αναφορά στον Νίκο Καββαδία)
“Σαν στέκεσαι στην κουπαστή του πλοίου
κι άνεμος χτυπά στο πρόσωπο σου
να σκέφτεσαι την τύχη του αθλίου
που ζησε σκλάβος και που έγινε εχθρός σου.”
Νικηφόρος Βυζαντινός για τον Νίκο Καββαδία
Περίεργη που είναι η ζωή αναγνώστη. Ώρες ώρες δεν είσαι σε θέση να θυμηθείς που ξέχασες τα μικροαντικείμενα που συνοδεύουν την καθημερινότητα σου ή το τι έκανες την περασμένη εβδομάδα κι άλλες πάλι στιγμές θυμάσαι γεγονότα μιάς ζωής απο καιρό λησμονημένης φαινομενικά.
Εκεί που η αλλοτινή πραγματικότητα έχει περάσει στον κόσμο των θολών ονείρων κάποιο απομεσήμερο του καλοκαιριού. Δίχως χρόνο, δίχως τόπο μόνον η αίσθηση σκλαβώνει την μνήμη και την οδηγεί πάλι πίσω εκεί στα παλιά, στα σκεπασμένα απο την αχλή του χρόνου, που θαρρείς τα προφυλάσσει απο την τριβή μιάς σκληρής καθημερινότητας.
Έτσι νιώθω για τον αποψινό μου καλεσμένο. Νιώθω πως σαν χθές ήταν που πρωτοδιάβασα ποίημα του, το πρώτο μου ποίημα που αντίκρισα στην ζωή, δίχως να θυμάμαι το πότε ήταν ακριβώς, δίχως να θυμάμαι τον χρόνο και τον τόπο μα με μόνον οδηγό την αίσθηση. Την αίσθηση του αυθεντικού που σήμερα έχει χαθεί μέσα στους τόνους λογοτεχνικών απορριμμάτων που ο κόσμος γνωρίζει και εκτιμά ως λογοτεχνία. Μα η λογοτεχνία είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από την ευπρέπεια του λόγου, την σωστή σύνταξη ή τον τονισμό και την δημιουργία συναισθημάτων πολλές φορές ψεύτικων, λές και μια μηχανή που κάποιοι ξέρουν να χειρίζονται καλά, είναι υπεύθυνη για κάτι τέτοιο. Μια μηχανή που τους αποδίδει χρήμα, εκτίμηση και πρόσκαιρη δημοσιότητα.
Η λογοτεχνία για το καλό της όμως, δεν είναι μόνον αυτό. Είναι κάτι πέρα απο στέρφο αράδιασμα των λέξεων η μιά δίπλα στην άλλη. Είναι η μυρωδιά του αυθεντικού που μετατρέπει ένα απλό σωρό απο λέξεις σε κάτι δυνατό, σε κάτι υπερβατικό που φεύγει απο το κομμάτι το χαρτί και καρφώνεται μέσα στα εσώψυχα μας, μας εντυπώνεται μέχρι τον θάνατο και μας οδηγεί τα βήματα μας ίσως καμιά φορά αλλάζοντας και την προοπτική, το πως βλέπουμε τον κόσμο.
Απόψε μιλώ για τον κυρ – Νίκο. Τον Νίκο Καββαδία.
Τον άνθρωπο που με πρωτόμπασε στην εκκλησιά της ποίησης για να βαπτιστώ και ήταν τούτο το βάπτισμα του πυρός ένα συγκλονιστικό μπάσιμο, που συντάραξε συνθέμελα την ψυχή μου και με έσπρωξε δυνατά να διαβάσω στίχους και στροφές. Να χαθώ μέσα σε μια γλώσσα, την ιδιότροπη γλώσσα των ναυτικών, που ίσα – ίσα καταλάβαινα, αλλά τούτο το μυστήριο τύλιγε ολάκερη την ύπαρξη μου και με ανάγκαζε θαρρείς πιάνοντας με σφιχτά και πατρικά απο το χέρι σαν να μου έλεγε “μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ”, να ακολουθήσω τα χνάρια που μου επέβαλλε να ακολουθήσω. Να ταξιδέψω σε μακρινούς τόπους που δεν είχα κάν φανταστεί την ύπαρξη τους, να αγαπήσω χαρακτήρες που δεν υπήρξαν ποτέ ή ίσως και να έζησαν αναμασημένοι απο την φαντασία του ποιητή, μακριά απο αυτό που αποκαλεί ο κόσμος, κόσμο.
Να κλάψω για τα χαμένα όνειρα της νιότης διαβάζοντας το “Μαραμπού”, να νιώσω ηλίθιος ως εκείνος ο νέος που σε κάποιο μπορντέλλο και σε μια βρώμικη κάμαρα, ξανάδε κείνη την νεράιδα των πρώτων του χρόνων, την “ομορφιά του κόσμου” που πλέον δεν ήταν παρά μια βρώμικη πόρνη που σέρνονταν απο την δύναμη του πεπρωμένου, να φύγω και γώ ακολουθώντας την σκιά του τρομαγμένος μακριά της. Ο κυρ Νίκος σε αρπάζει και σε εντάσει μέσα στις ιστορίες του. Δεν είναι απλός ‘λογοτέχνης” των πολυτελών ζεστών γραφείων. Είναι ο άνθρωπος του μόχθου, που οτι γράφει το έχει γράψει εκεί στο μικρό, στενό γραφειάκι του ασυρματιστή. Το νιώθεις πως οτι γράφει είναι ένα με το πετσί του και πως δεν αστειεύεται καθόλου. Η πραγματική ζωή δεν χωρά αστεία, είναι ίσως όμως συνάμα και το μεγαλύτερο αστείο επί γης.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννιέται στα 1910 στην Μαντζουρία απο γονείς κεφαλλονίτες τον Χαρίλαο και την Δωροθέα Αγγελάτου γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας του νησιού. Έχει ακόμα άλλα δύο αδέλφια. Το 1914 με την αρχή του πρώτου μεγάλου πολέμου, η οικογένεια του έρχεται στην Ελλάδα ενώ την ίδια ώρα ο πατέρας του επιστρέφει στην Ρωσσία όπου και διαλύεται οικονομικά και φυλακίζεται κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης του 17. Γυρίζει στην Ελλάδα και δεν θα ξανασηκώσει ποτέ κεφάλι. Πεθαίνει το 1929.
Ο μικρός Νίκος φεύγει απο το Αργοστόλι και καταλήγει στον Πειραιά. Εκεί θα φοιτήσει στο γυμνάσιο και θα έχει φίλους πολλούς και εκλεκτούς αργότερα ανθρώπους της νεοελληνικής κοινωνίας όπως τον Γιάννη τσαρούχη, τον Παύλο Νιρβάνα κ.α. Διαβάζει οτι βρεθεί στον δρόμο του. Και πρωτοδημοσιεύει ποίήματα του με το ψευδώνυμο “Πέτρος Βαλχάλας”. Δινει εξετάσεις στην Ιατρική σχολή αλλά το ίδιιο διάστημα θα πεθάνει ως προανέφερα ο πατέρας του. Βρισκόμαστε στα 1929. Τα πράγματα αλλάζουν και ο Νίκος Καββαδίας θα πρέπει να εργαστεί και τι καλύτερο απο ένα ναυτικό γραφείο για αυτόν. Την ίδια ώρα συνεχίζει να δημοσιεύει γραπτά του κυρίως ποίηση σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά.
Στα 1933 μετακομίζει οικογενειακώς για την Αθήνα. Είναι η χρονιά του “Μαραμπού”. Είναι επίσης η ώρα του να υπηρετήσει την πατρίδα. Το 40 θα υπηρετήσει ως ασυρματιστής στο μέτωπο Στην οπισθοχώρηση πεζός όπως και χιλιάδες άλλοι, γυρίζει δίχως δάφνες αν και νικητής στο σπίτι του της Αθήνας. Έπειτα θα έρθει η αντίσταση. Μια αντίσταση και του πνεύματος, εφόσον είναι δραστήριος λογοτεχνικά κατά την διάρκεια της κατοχής, ενώ εγγράφεται και στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Έπειτα ταξιδεύει για τα καλά για καμιά εικοσαετία, απο το 54 ως το 74. Και συνεχίζει να υπάρχει στα νεοελληνικά γράμματα μεταφράζοντας αλλά και γράφοντας δικά του πρωτότυπα έργα και ποιήματα. Πεθαίνει όπως δεν θα το ήθελε ποτέ. Στην στεριά στα 1975, απο εγκεφαλικό.
Αυτά τα πολύ λίγα για τον Νίκο Καββαδία. Έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει το παραμικρό απο ποίηση, ώστε να συνειδητοποιήσεις πως αυτός ο τύπος του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι ποιητής. Τα έργα του είναι τραχειά και δυσνόητα σε γλώσσα, είναι όμως τόσο εμβληματικά που σε τραβούν μέσα τους όπως προείπα. Δεν είναι για τους πολλούς αν και αφορούν τους πάντες. Είναι ποίηση γραμμένη οχι για να περνά η ώρα ή για να βραβεύεται απο τα ιερατεία των ψευτοποιητάδων, αλλά για να συγκλονίσει σύγκορμη την ύπαρξη του ανθρώπου που έρχεται σε επαφή μαζί της. Και συγκλονίζει μόνο και μόνο για έναν λόγο. Γιατι ο κυρ – Νίκος όσο και παρεξηγημένα να έζησε μέσα σε έναν κόσμο που πάντα κάτι θα βρεί να πεί για κάτι που δεν καταλαβαίνει και κατά βάθος το φοβάται, άγγιξε την ζωή ως το μεδούλι της. Έζησε και έδειξε και στους άλλους το με πόσο λάθος τρόπο ζούν και περνάν απο τούτο το μεσοδιάστημα αναμεταξύ δύο καταστάσεων ανυπαρξίας που αποφασίσαμε όλοι μας να αποκαλούμε “ζωή”.
Σε ευχαριστώ Κυρ – Νίκο. Όπου κι αν είσαι, είσαι ο πρώτος ο οποίος με δίδαξε πως αυτό που λέμε κόσμο δεν είναι παρά ένα όνειρο. Ο πραγματικός κόσμος, είναι εκεί έξω, μαζί σου στην κουπαστή του πλοίου μια ήρεμη νύχτα της αραπιάς στο πέλαγο…
Ποίηση
Μαραμπού (1933)
Πούσι (1947) και το 2015 από τις εκδόσεις Άγρα.
Τραβέρσο (1975)
Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Πεζογραφία
Βάρδια (1954)
Λι (1987)
Του πολέμου/Στ’ άλογό μου (1987)