Από την Ισμήνη Χαρίλα

Η άποψη του Εμίλ Ζολά ότι η ψυχολογία υποτάσσεται στη φυσιολογία είναι γνωστή και είχε αναφερθεί ξανά, όταν συγκρίναμε τα διηγήματά του «Για μια νύχτα αγάπης» και «Ναΐς Μικουλέν».

Δεκαέξι χρόνια νωρίτερα από την έκδοση των δυο αυτών αφηγημάτων και συγκεκριμένα το 1867, ο Γάλλος δραματουργός παρέδωσε στο κοινό το πρώτο μεγάλο έργο που του χάρισε την επιτυχία – αν και σόκαρε με το περιεχόμενό του –  την «Τερέζα Ρακέν», στο οποίο, μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο αναγνώστης πληροφορείται τη ζωή μιας γυναίκας που βασανίζεται από τα αποτελέσματα της επιλογής της να βυθιστεί στην ακολασία.

Η Τερέζα, ορφανή από μητέρα, αφήνεται από τον καπετάνιο πατέρα της στη φροντίδα της θείας της, της κυρίας Ρακέν και μεγαλώνει δίπλα στον ασθενικό εξάδελφό της, τον Καμίγ, που αργότερα θα γίνει και ο πρώτος της σύζυγος.

Η υιοθεσία της, που θεωρείται από τον περίγυρο μια ενάρετη πράξη, δεν είναι για την ίδια παρά ένας εγκλεισμός στην κόλαση από όπου δεν μπορεί να ξεφύγει:

«Μ’ έκαναν άσχημη (…) Μου έκλεψαν όλα όσα είχα (…) Μ’ ανέθρεψαν, με δέχτηκαν, με προστάτευσαν από τη μιζέρια. Αλλά θα προτιμούσα την εγκατάλειψη από τη φιλοξενία τους».

Αποδεχόμενη τη μοίρα της και παραδομένη στην κατάθλιψη, βιώνει την κάθε ημέρα σαν ένα ρομπότ που ξυπνά, κοιμάται, αναπνέει. Ως τη στιγμή που γνωρίζει τον Λοράν, τον καλύτερο φίλο του άνδρα της, που θα γίνει ο εραστής της, ο συνεργός της στη δολοφονία του Καμίγ, ο δεύτερος σύζυγός της, ο σύντροφός της στην πράξη του τέλους.

Η ένωση του Λοράν και της Τερέζας δεν θα προέλθει από τον αγνό έρωτα που θα δικαιολογούσε ίσως εν μέρει και την απιστία. Αντιθέτως οφείλεται σ’ ένα αρρωστημένο πάθος που τους οδηγεί στις πιο ακραίες πράξεις, στη θραύση των ορίων, στη μετάβαση σ’ έναν κόσμο από όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Υποτάσσονται στις εντολές της σάρκας, ξεγελούν τον Καμίγ και τη μητέρα του, ενώ ταυτόχρονα κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους.

Ο Λοράν δεν πλησιάζει αρχικά την Τερέζα παρά μόνο για να επωφεληθεί, αφού αντικρίζει στο πρόσωπό της την παντρεμένη γυναίκα που θα του προσφέρει το σώμα της και την ευκαιρία κοινωνικής συναναστροφής δίχως καμιά οικονομική ή άλλη απαίτηση. Εκείνη με τη σειρά της δεν βλέπει παρά το είδωλο του άνδρα που δεν θα είχε ποτέ.

Ο Ζολά με δεινή ψυχαναλυτική ικανότητα αφήνει τους ήρωες να εξελιχθούν και να βιώσουν τα συναισθήματά τους που μεταλλάσσονται, κορυφώνονται και τους κάνουν σταδιακά να νιώθουν εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλο.

Μοναδικό εμπόδιο στην ένωσή τους στέκεται ο Καμίγ και γι’ αυτό ακριβώς τον δολοφονούν. Είναι το σημείο μηδέν που αντί όμως να τους οδηγήσει στην ευτυχία, τους βυθίζει στην απελπισία, στη μάχη με τις Ερινύες και στη μόνιμη παρουσία του δολοφονημένου συζύγου στη σκέψη τους. Ο πόθος θα μετατραπεί σε μίσος και σε επιθυμία για εκδίκηση, ενώ το τέλος θα επιχειρήσει την ανώφελη κάθαρση.

Με λεπτή ειρωνεία, ο νατουραλιστής συγγραφέας δεν αμελεί να περιγράψει την κοινωνία της εποχής του, τις αντιδράσεις των μελών της, την οικονομική πραγματικότητα μετά τη βιομηχανική επανάσταση που επιφέρει και τη μετακίνηση του πληθυσμού στις πόλεις, την υποκρισία που καλύπτει την ανομία, την οκνηρία που επιζητά τον εύκολο πλουτισμό και κρύβεται πίσω από επίπλαστες καλλιτεχνικές τάσεις.

Ο υπογράφων του «Κατηγορώ», μέσω του αστυνομικού φίλου της οικογένειας Ρακέν, θίγει ακόμη και την ανικανότητα των εκπροσώπων του συστήματος, αλλά και την αδυναμία τους να αποδώσουν δικαιοσύνη.

Η Τερέζα Ρακέν λοιπόν δεν είναι παρά «το παιδί που ανατράφηκε στο κρεβάτι ενός αρρώστου» και έγινε η γυναίκα που γεύτηκε και χάρισε τον πόνο της ασθενικής ψυχής της. Ένα βιβλίο που κάθε πρόταση γεννά μια σκέψη, το έργο ενός μεγάλου λογοτέχνη.