από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Τι είναι εκείνο που δεν κοστίζει τίποτα και αγοράζει τα πάντα; Εκείνο που όταν διαιρείται, την ίδια στιγμή πολλαπλασιάζεται; Εκείνο που διαχωρίζει τους αριστοκράτες από τους πληβείους του συναισθήματος; Εκείνο που μοιάζει με το φθηνότερο δώρο, αλλά θα αποτελεί ες αεί το πιο σπουδαίο; Εκείνο που κάνει τη ζωή να μοιάζει με ζωγραφική χωρίς σβήστρα, κι όταν το ξεχνάμε, μας υπενθυμίζει πάντα πως κάθε άνθρωπος είναι μια παραλλαγή του εαυτού μας; Είναι τόσο απλό, κι είναι η αγάπη. Είναι τόσο εύκολο, κι είναι η καμπύλη ευτυχίας που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη μύτη μας. Είναι τόσο απαραίτητο, κι είναι αυτό που θα ακυρώνει όλες τις προσπάθειες στη διαπαιδαγώγηση, μέχρι τα παιδιά να μάθουν να αγαπούν τα πουλιά και τα λιβάδια. Μέχρι να μάθουν να μιλούν στα λουλούδια. Μέχρι να μάθουν να αφουγκράζονται τον ίδιο τον άνθρωπο. Ως τη στιγμή που θα σκεφτόνται λιγότερο και θα αισθάνονται πιο πολύ. Ως τη στιγμή που θα αντιληφθούν ότι η χαρά εξαρτάται από λίγα πράγματα που στόχο έχουν την εξάσκηση της γενναιοδωρίας μας.

 

Ο μικρός Νατ Μπλαίηκ θα φτάσει δειλά στο Πλάμφηλντ μια βροχερή ανοιξιάτικη μέρα, λες, για να ψηλαφίσει την ουσία και το άγνωστο νόημα του κόσμου από την αρχή. Στο σχολείο όπου τα παιδιά λατρεύουν την κυρία Τζο και τον κύριο Μπάερ, μέλλει να μάθει πως όσο σκάβει καθένας εντός της ψυχής του, η πηγή του αγαθού αέναα θα αναβλύζει, και πως η απλότητα, η υπομονή και η συμπόνοια είναι απτή σοφία, και το αντίστροφο.

Δεν ξέρει να διαβάζει καλά, ούτε και να γράφει, όμως σαν παίζει βιολί νιώθει ευτυχής. Τόσο που οι νότες του συγκινούν μικρούς και μεγάλους, και κάθε δοξαριά του αποδεικνύει ότι τελικά η αναζήτηση της ευδιαμονίας είναι ο προορισμός του κάθε ανθρώπου.

Θα γνωρίσει τον Τόμμυ, τον Ντέμι και την Νταίζη, και σύντομα θα ξεχάσει τις δυσκολίες του πρότερου βίου του. Θα γίνει ένα με μαθητές και εκπαιδευτικούς που το έχουν γραμμένο στα σωθικά τους πως όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι, αυτόματα όλα γύρω μας μπαίνουν στην ίδια μαγική διαδικασία. Θα μάθει να βοηθάει τους άλλους, και όταν αυτό δεν είναι εφικτό, τουλάχιστον να μην τους πληγώνει. Αργά ή γρήγορα θα αντιληφθεί πως όποιος δε νοιάζεται, αυτόματα υποβιβάζει τον εαυτό του, πως όπου υπάρχει ένα ανθρώπινο πλάσμα, υπάρχει και η δυνατότητα να ανθίσει το μπουμπούκι της αρετής, και πως η ποιότητα της ζωής καθορίζεται από όσα προσφέρουμε ανιδιοτελώς στον συνάνθρωπό μας όταν αυτός βρίσκεται σε ανάγκη. Ο χαρισματικός βιολιστής κολυμπώντας στη στοργή, την ασφάλεια και την αμέριστη αγάπη του νέου του περιβάλλοντος, θα μάθει πως το να κάνεις λάθη είναι ανθρώπινο, αλλά το να τα παραδέχεσαι και να ζητάς την ειλικρινή συγχώρεση γι’ αυτά, είναι κάτι το υπερβατικό.

 

Ίσως γι’ αυτό καλεί ο ίδιος τον ανυπότακτο Νταν να φοιτήσει σ’ αυτό το συναρπαστικό σχολείο. Για να εξημερωθεί πια το αγρίμι που βολοδέρνει από τη μία άκρη της παιδικής ψυχής ως την άλλη. Για να αφήσει πίσω τις άσχημες εμπειρίες το αγόρι που το έχει συνήθεια να μπλέκει σε μπελάδες του δρόμου. Για να γίνει σαν τα άλλα παιδιά. Να αποκτήσει ένα σπίτι, μια αγκαλιά και ένα χάδι που θα είναι σε θέση να αναχαιτίζουν τις τάσεις φυγής που κατακλύζουν κάθε τόσο την καρδιά του. Ο αντιδραστικός Νταν που ο Νατ φέρνει στο Πλάμφηλντ, θα διχάσει. Και θα αργήσει, αλλά θα καταλάβει πως δεν σημαίνει απολύτως τίποτα ο πλούτος χωρίς μόχθο, η απόλαυση χωρίς συναίσθημα, το εμπόριο χωρίς ήθος και η αγάπη χωρίς θυσία. Πρόκειται για ένα παιδί που θα τιμωρηθεί από τα ελαττώματά του πριν τα τιμωρήσει, αλλά και για έναν σιωπηλό, πονεμένο νεαρό που θα αναγνωρίσει την εντιμότητα και την ειλικρίνεια, ως το μυστικό μιας ευτυχισμένης ύπαρξης.

 

Το σοφόκλειο «ου συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν», ταιριάζει ως σχόλιο στο παραμύθι «Μικροί κύριοι» της Λουίζα Μέι Άλκοτ. Και αυτό γιατί δεν είναι για κανένα λόγο στη φύση των ανήλικων ηρώων της να μισούν, αλλά να αγαπούν. Θα δίνουν χωρίς πάντα να θυμούνται, αλλά θα παίρνουν χωρίς ποτέ να ξεχνούν. Στον αναγνώστη θα μεταγγίσουν ακέραιη την ιερή σημασία της προσφοράς αλλά κυρίως της φιλίας. Ξέρουν πως άπαξ και γίνεις φίλος με κάποιον, δε θα μάθεις τι εστί μοναξιά. Ξέρουν επίσης ότι οι φίλοι δεν είναι παρά τα μέλη της οικογένειας που δε μας έδωσε ο Θεός, και πως η φιλία στο σύνολό της αποτελεί μια ψυχή που κατοικεί μες σε σώματα στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση, προς το ίδιο όνειρο, προς τις ίδιες αξίες.

Η κυρία Τζο κι ο κύριος Μπάερ από την άλλη, αντιμετωπίζουν τους μαθητές τους υψώνοντας τα λόγια και όχι τις φωνές τους, καθώς η βροχούλα είναι που κάνει όλη τη γη να ανθίζει, κι όχι η καταιγίδα. Γνωρίζοντας πως η γνώση σού δίνει ισχύ και ο χαρακτήρας τα δεκανίκια για να βαδίσεις στην ζωή με σιγουριά, κατευθύνουν τα παιδιά προς την αμοιβαία τρυφερότητα, και τα μαθαίνουν να στοχάζονται πάνω στο μέλλον και την ευτυχία. Πιο συγκεκριμένα, τα μαθαίνουν να αναζητούν το πρώτο στις δυνατότητές τους και το δεύτερο, κάτω από τα φύλλα της καρδιάς τους. Ακόμα και στα παιδικά ατοπήματα αντιδρούν προβάλλοντας την υπομονή και τη μεγαλοψυχία τους καθώς λογικό είναι όλοι οι άνθρωποι να ζουν με τα τρωτά σημεία τους, αλλά να επιζούν με τα προτερήματά τους.

Οι παιδαγωγικές τους μέθοδοι έχουν να κάνουν με την ανταμοιβή της αγάπης που είναι η ίδια η αγάπη, με ευτυχισμένες ζωές που σχετίζονται με την γαλήνη του νου, με αυτούς που μιλούν και σπέρνουν, και με αυτούς που ακούγοντας, συλλέγουν τους καρπούς. Για την ακρίβεια, μορφώνουν παιδιά και διαμορφώνουν προσωπικότητες χωρίς επιπόλαιες κινήσεις και απότομες κουβέντες. Άλλωστε, είναι γνωστό τοις πάσι ότι μια κουταλιά μέλι θα συγκεντρώσει περισσότερες μύγες από ένα γαλόνι ξίδι.

 

Η Αμερικανίδα συγγραφέας, Λουίζα Μέι Άλκοτ που στην παιδική της ηλικία υπήρξε αγοροκόριτσο αλά Τζόζεφιν Μαρτς* κι είχε ως άσβηστο πάθος την καταγραφή σκέψεων, τη δημιουργία ιστοριών και πλοκής και την τάση να αναλαμβάνει τους κακούς ρόλους στα ερασιτεχνικά θεατρικά παιχνίδια που λάμβαναν χώρα στον αχυρώνα του σπιτιού της, γράφει για ‘κείνα τα γυμνά δέντρα που ανυπομονούμε να δούμε φορτωμένα με λαχταριστά οπωρικά, για το παραμικρό καλό που πράττουμε και θα μας ανταποδοθεί πολλαπλάσια, για τα παιδιά που αντανακλούν το είδος της φροντίδας που λαμβάνουν. Μα πιότερο για τα παιδιά που ωριμάζουν μακριά από τις προσβολές, και αποκτούν αξιοπρέπεια, για ‘κείνα που γεννιούνται καλλιτέχνες και βρίσκουν τον τρόπο να μένουν έτσι για μια ολόκληρη ζωή.

Γράφει για τους ενήλικες που στη συναναστροφή τους με τα παιδιά, δοκιμάζουν τα όρια, την υπομονή και την αξιοπιστία τους. Η Λουίζα που ξεκίνησε να γράφει επαγγελματικά από τα 22 της χρόνια, κοντολογίς, ανταποκρίνεται στον ορισμό του Fitzgerald για τον συγγραφέα: γράφει για τους ανθρώπους της γενιάς της, για τους κριτικούς της επόμενης γενιάς και για τους δασκάλους κάθε εποχής.

Η γυναίκα που έχει γράψει πάνω από 30 βιβλία, και βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της δύο μέρες μετά τον θάνατο του αγαπημένου πατέρα της, δημιουργεί ιστορίες των οποίων η ανάγνωση αποτελεί εκγύμναση του πνεύματος. Με γνωστά έργα όπως: οι «Μικρές Κυρίες» που εμπεριέχουν βιωματικά της στοιχεία, «Ένα ρομαντικό κορίτσι», «Τα αγόρια της Τζο» και «Το παιδί του τσίρκου», είναι η συγγραφέας, και κυρίως ο άνθρωπος που έχει ανακαλύψει ότι η καλοσύνη και τα παρελκόμενα αυτής είναι το παν στη ζωή. Γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1832, και παρόλο που έζησε μονάχα 55 χρόνια, πρόλαβε κι αντίκρισε κατάματα το φως. Το ίδιο φως κάτω από το οποίο η ευτυχία είναι μια τέχνη που χρειάζεται καθημερινή εξάσκηση όπως το βιολί ή το πιάνο, και η Τέχνη του Λόγου, ο Προμηθέας που μας δίνει όσας μάς αρνείται η πραγματικότητα.

*πρωταγωνίστρια στο έργο «Μικρές Κυρίες»