Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Ω, κοριτσάκια μου! Όσα χρόνια κι αν ζήσετε, μεγαλύτερη και βαθύτερη ευτυχία από τούτη δεν έχω τη δύναμη να σας ευχηθώ!», λέει η κυρία Μαρτς στις κόρες της, τις τρεις από τις τέσσερις «Μικρές Κυρίες» που συντροφεύουν αναγνωστικά επί εκατόν σαράντα εννέα συναπτά έτη δεκάδες γενιές.
Το 1868 η Λουΐζα Μέι Άλκοτ, υπό την καθοδήγηση του εκδότη της που ζητούσε ένα βιβλίο για κορίτσια, αλλά και υπό το βάρος των χρεών της οικογενείας της, παρέδωσε ένα έργο που είχε ως ηρωίδες την Μεγκ, την Τζο, την Μπεθ και την Έιμι και πηγή έμπνευσης την ίδια και τις αδελφές της.
Η αφήγηση ξεκινά τη στιγμή που οι τέσσερις νεαρές και η μητέρα τους καλούνται να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα μακριά από τον πατέρα που πολεμά στον Αμερικανικό Εμφύλιο και με οικονομικές δυσκολίες, αφού έχουν χάσει την περιουσία τους.
«Τα Χριστούγεννα δεν έχουν καμιά ομορφιά χωρίς δώρα και μάλιστα όταν είναι κανείς φτωχός. Πολλές κοπέλες ή αγόρια έχουν πολλά και φανταχτερά δώρα, ενώ άλλα παιδάκια δεν έχουν τίποτα. Αυτά συζητούσαν οι τρεις κοπελίτσες, η Τζο, η Μεγκ και η μικρούλα Έιμι, όταν η Μπεθ πετάχτηκε και είπε ήρεμα: Έχουμε τους γονείς μας κι ακόμα η μια την άλλη», σχολιάζει η συγγραφέας μέσω της φωνής της Μπεθ και δίνει ευθύς εξ’ αρχής το στίγμα της οικογενειακής ενότητας.
Οι τέσσερις αδελφές έχουν διαφορετικό χαρακτήρα και η αγάπη που νιώθουν μεταξύ τους, αλληλοσυμπληρώνει τα όποια κενά τους.
Η δεκαεξάχρονη Μεγκ είναι η μεγαλύτερη. Όμορφη, υπεύθυνη, συνετή, εργάζεται ως γκουβερνάντα για να βοηθάει οικονομικά την μητέρα της.
Η Τζο είναι δεκαπέντε ετών και πίσω από το πρόσωπό της κρύβεται η ίδια η Άλκοτ. Αγοροκόριτσο, συγγραφέας, δυναμική και ανεξάρτητη, αντικατοπτρίζει το πείσμα και τη θέληση, ιδίως εργαζόμενη ως βοηθός της ιδιότροπης θείας Μαρτς.
Η δεκατριάχρονη Μπεθ είναι ντροπαλή, γλυκιά και λατρεύει τη μουσική, ενώ η δωδεκάχρονη Έιμι καλόκαρδη, αλλά εγωίστρια, φιλόδοξη και επίμονη στις προσδοκίες της.
Ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει τα τέσσερα κορίτσια να μεγαλώνουν, να ονειρεύονται, να αγωνίζονται για να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον.
Η ζωή δεν θα είναι πάντα εύκολη και θα τις δοκιμάσει τόσο με την αρρώστια του πατέρα τους, όσο και της Μπεθ. Κι αν στην πρώτη περίπτωση το πρόβλημα θα ξεπεραστεί, στη δεύτερη θα επέλθει το μοιραίο που θα διασπάσει το κουαρτέτο τους.
Τα χρόνια που θα κυλήσουν όμως θα τους χαρίσουν και όμορφες αναμνήσεις φιλίας, έρωτα και οικογενειακής ευτυχίας.
Το κείμενο, σφιχτοδεμένο και ολιγοσέλιδο – συγκριτικά με το πλήθος πληροφοριών και γεγονότων που εσωκλείει – θίγει πολλές και διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης.
Από τη μια πλευρά είναι οι παιδικές φιλίες που μπορούν κάλλιστα να εξελιχθούν σε ερωτικά σκιρτήματα, που καταλήγουν στην απόρριψη, την αδυναμία ανταπόδοσης συναισθημάτων και την αναζήτηση άλλου συντρόφου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την Τζο και τον γείτονά τους, τον Λώρη.
Από την άλλη πλευρά είναι ο αλτρουισμός, η αλληλοβοήθεια, η συμπαράσταση σε όσους έχουν ανάγκη, αλλά και η αυταπάρνηση που υποσκελίζει τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία.
Σ’ ένα πόνημα που κυριαρχείται από θηλυκές παρουσίες δεν θα μπορούσε φυσικά να εκλείψει η αναφορά στη θέση των γυναικών:
«Στη Γαλλία τα κορίτσια καθώς και σ’ άλλες χώρες ως τη στιγμή που θα παντρευτούν, ζουν πολύ περιορισμένα. Μα μόλις στεφανωθούν, επιθυμούν να ζήσουν. Στην Αμερική τα κορίτσια υπογράφουν διακήρυξη ανεξαρτησίας και κερδίζουν τη λευτεριά τους δημοκρατικά. Οι νεαρές όμως νοικοκυρές περιποιούνται τον πρώτο γιο ως το σημείο να απαρνούνται τα εγκόσμια», επισημαίνει η Άλκοτ και είναι γεγονός ότι οι τρεις αδελφές ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την εικόνα.
Η Τζο δεν διστάζει να φύγει από την πόλη της, να εργαστεί στη Νέα Υόρκη και να χτυπήσει μόνη της τις πόρτες των εκδοτικών οίκων, διεκδικώντας τη θέση της στη συγγραφική κοινότητα.
Η Μεγκ είναι το πρότυπο μητέρας που θα αγωνίζεται πάντα για τα παιδιά της, ενώ η Έιμι θα διεκδικήσει επίμονα τα όνειρά της, θα μείνει πιστή στις καλλιτεχνικές ανησυχίες της, θα κατορθώσει να ταξιδέψει, να συναναστραφεί την καλή κοινωνία και να βρεθεί στο περιβάλλον του κοσμοπολιτισμού.
Εύλογη είναι επίσης και η μνεία στους δυο βασικούς άξονες διαπαιδαγώγησης, δηλαδή στην παρεχόμενη παιδεία στα σχολεία και στην επιρροή της θρησκείας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο πατέρας της δημιουργού ήταν παιδαγωγός και σύμφωνα με τους μελετητές, ένας διανοούμενος με προοδευτικές ιδέες, που διαφωνούσε με τις εκπαιδευτικές μεθόδους της εποχής του. Οι θέσεις του επισημαίνονται εν μέρει και στο βιβλίο, κατά την περιγραφή του εξευτελισμού που υφίσταται η μικρούλα Έιμι από τον δάσκαλό της για ένα αθώο και ασήμαντο παιδικό παράπτωμα.
Η Άλκοτ απευθύνεται επομένως στα κορίτσια που θα γίνουν γυναίκες και θα κληθούν να βιώσουν τις άσχημες, αλλά και όμορφες πλευρές της ζωής. Μέσω της αφήγησης επιχειρεί να τα προετοιμάσει, αν και σε ορισμένα σημεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι υποκρύπτεται ένα ίχνος αναχρονιστικού διδακτισμού.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι «Μικρές Κυρίες» είναι το βιβλίο που αποπνέει την αγωνία και την ελπίδα κάθε κοριτσιού για το τόσο κοντινό, αλλά και μακρινό μέλλον.