(Μια αναφορά στον Ρώμο Φιλύρα)

Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη

Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης

και Δημοσιογράφος

Η ποίηση. Ένα λιμάνι σωστικό για τις ψυχές που γράφουν αλλά και όσες την διαβάζουν. Ένα λιμάνι απάνεμο για τα κουρασμένα σκαριά των ανθρώπων, που διερχόμενα μέσα απο την σκληρή καταιγίδα της καθημερινότητας, γεμίζουν πληγές. Πληγές που κανένα φάρμακο δεν μπορεί να κλείσει. Πληγές που τις σέρνουν μαζί ως τον τάφο, ως τον λάκκο όπου θα παραχώσουν το θνητό μας σώμα, μια εκ των ημερών.

Δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει αν δεν έγραφα. Αν δεν είχα την δυνατότητα τούτης της δημόσιας εξομολόγησης και αν δεν μπορούσα να εκφράσω με αρκετή σαφήνεια, σε σημείο ως να μπορώ να αγγίξω και τις ψυχές οι οποίες έρχονται σε άμεση επαφή με τα κείμενα μου. Τούτο τον σωστικό ρόλο του να γράφεις τις σκέψεις σου με ειρμό ή χωρίς, ένιωσα πολλές φορές την βαθιά του επίδραση στην δική μου ζωή. Ένιωσα πως αν δεν υπήρχε αυτή η διέξοδος, τότε θα είμουν αναγκασμένος να παρασταίνω συνεχώς κάποιον άλλον. Τουλάχιστον εδώ, αντιμέτωπος με την λευκή σελίδα του χαρτιού, είμαι μόνος και μόνον μαζί με τον προσωπικό μου Θεό. Με την δύναμη που με σώζει και που με βοηθά να υπάρχω επί της ουσίας αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, η οποία ουδεμία σχέση συνήθως έχει με τις αποτυπώσεις στο χαρτί.

Έτσι καταλαβαίνω πλήρως και τον αποψινό μου καλεσμένο απο το υπερπέραν. Έτσι μπορώ και εγώ να νιώσω την δική του ανάγκη για έκφραση και επικοινωνία κάτω απο τις πιο δύσκολες συνθήκες, τις συνθήκες του ψυχιατρικού εγκλεισμού τις οποίες ένιωσε ως το τέλος στο πετσί του. Την απαξίωση και την στάμπα του τρελού που κολλάει ο κόσμος σε οτιδήποτε αδυνατεί ή το κυριότερο δεν τον ενδιαφέρει να καταλάβει και να αναλύσει. Σήμερα σας μιλώ για τον Ρώμο Φιλύρα. Έναν ποιητή και άνθρωπο που πέρασε πάνω απο το μισό του σύντομου βίου του σχεδόν, έξω απο την “κανονική” μας κοινωνία.

Ο Φιλύρας, κατά κόσμον Ιωάννης Οικονομόπουλος, γεννιέται στην Κόρινθο στα 1898 και σταδιοδρομεί ως δημοσιογράφος σε αρκετές γνωστές εφημερίδες και περιοδικά του καιρού του.

Τα πρώτα του γράμματα τα μαθαίνει στο πλευρό του πατέρα του, ο οποίος είναι εκπαιδευτικός αν και ούτως ή άλλως, δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία σχετικά με την εκπαίδευση του.

Ήδη απο την εποχή της στράτευσης του θα αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα λόγω και κάποιου αφροδίσιου νοσήματος το οποίο ίσως να συνετέλεσε στην εξέλιξη της ψυχικής του ασθένειας ακόμα περισσότερο, αλλά παρά ταύτα θα συνεργαστεί σχεδόν με όλα τα περιοδικά και κάποιες εφημερίδες της εποχής. Στα 1927, θα εγκλειστεί στο Δρομοκαίτειο όπου και θα πεθάνει τελικά μέσα στην Κατοχή, στα 1942.

Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές οι οποίες δημοσιεύθηκαν και σε περιοδικά και συνήθιζε να γράφει τα ποιήματα του επάνω σε χαρτιά του Δρομοκαίτειου και σε αυτή την μορφή έχουν βρεθεί πάρα πολλά απο τα κείμενα του. Η ποίηση του είναι έμπλεα ρομαντισμού, απελπισίας, αισθήματος απομόνωσης, ίσως και μια προσπάθεια επικοινωνίας με τον “κανονικό” έξω κόσμο. Κάποτε ασυνάρτητη λόγω της ασθένειας, κάποτε εντελώς συνειρμική και ομαλών ειρμών, έμμετρη με ωραίο λεξιλόγιο και με διάθεση ενίοτε γλωσσοπλαστική. Γενικώς ένα πολύ αξιόλογο δείγμα ποίησης, απο έναν άνθρωπο που προσπαθούσε τουλάχιστον να φαίνεται φυσιολογικός αν και ο ορισμός της φυσιολογικότητας επιβάλλει τεράστια συζήτηση.

Πρωτύτερα αναφέρθηκα στον σωστικό ρόλο που προσωπικά έπαιξε η ποίηση στην δική μου περίπτωση. Για τον Φιλύρα όμως , ίσως η ποίηση δεν είναι το απάνεμο λιμάνι, δεν είναι ένας χώρος πνευματικός απο τον οποίον αναζητά την λύτρωση σε σχέση με το τι συμβαίνει γύρω του διότι κατά βάσιν δεν συμβαίνει τίποτε ξεχωριστό γύρω του, αλλά είναι ένας τρόπος και μια μορφή επικοινωνίας με τον έξω κόσμο που δυστυχώς εκ των συνθηκών δεν είχε ποτέ.

Η περίπτωση του Ρώμου Φιλύρα και η ποιότητα του έργου του, με αναγκάζει να μιλήσω περί του ορισμού της “κανονικότητας”. Άραγε θεωρούμε ως τρέλα την μη αρμόζουσα και συμβατή με τις κοινωνικές νόρμες συμπεριφορά και τι εν τέλει καθορίζει το “ορθόν” πέρα απο το πλήθος. Κι αν το πλήθος είναι η μάζα που φέρει μαζί της το ψυχικό μικρόβιο της τρέλας και οι μονάδες των “τρελών” ως ο Φιλύρας, είναι κάποιοι που απλώς είδαν με άλλο μάτι τον κόσμο ;

Κατά γενική παραδοχή οτι δεν καταλαβαίνει ο άνθρωπος, συνήθως προτιμά να το κατηγοριοποιεί ώστε να το αντιληφθεί, να το εντάξει στα ήδη μαθημένα εκ της κοινωνικοποίησης κοινωνικά του σχήματα τα ενυπάρχοντα εντός του προεκπαιδευμένου του μυαλού τα οποία λανθασμένα ίσως θεωρεί δικά του και απεχθάνεται την υπερανάλυση και την τακτική της μελέτης κατά περίπτωση της κάθε προσωπικότητας. Θα κλείσω εδώ την αναφορά μου στον Φιλύρα με μιάν διαπίστωση.

Ναι, μάλιστα στα 1927 ίσως ο Φιλύρας για τα τότε δεδομένα να ήταν τρελός και θα έπρεπε να τύχει ψυχιατρικού εγκλεισμού με οτι αυτό συνεπάγεται. Σήμερα όμως στην λογοτεχνίας μας κυκλοφορούν πολύ χειρότερα κείμενα ακόμη και απο αυτά τα κείμενα του Φιλύρα, της ταραγμένης του περιόδου. Δηλητηριάζουν το κοινωνικό ασυνείδητο κι όμως θεοποιούνται. Ποιός είναι ο τρελλός και ποιός είναι ο εχθρός εν τέλει….

Μικρή εκλογή ακολουθεί.

Στον ‘Αδη

Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει.

Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.

Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.

Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.

Υπεράνω

Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ’ οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί

επάνω απ’ της αβύσσου τ’ άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί.

Κι αν η πίστη στη χίμαιρ’ άλλης πλάσης
δε γλυκάνει τη πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις,

οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σ’ αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ’ τη ζωή!…

‘Άγνωστη

Απόψε και να μ’ έβλεπε ‘κείνη π’ αναζητώ,
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.

Απόψε, που σκιρτά η καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό,
σπιθίζει το αίμα μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
κι ανυψωμένη η σκέψη μου στ’ άπειρο, μ’ αργυρό
φως φεγγαρίσιο, αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου…

Δεν Ήτανε Να Γίνω…

Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ’ ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης

και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω ‘νειρευτεί…