από την Άρια Σωκράτους.

Ο Στέφανος Δάνδολος είναι ένας από τους πιο υποσχόμενους και ποιοτικούς συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Έχοντας στο ενεργητικό του δέκα λογοτεχνικά έργα, την συμπερίληψη του το 2008 ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Παγκόσμια Ανθολογία Νέων Συγγραφέων με αφορμή το Young Writers World Festival, που πραγματοποιήθηκε στη Νότια Κορέα και το Βραβείο Μπότση με το οποίο είχε τιμηθεί το 2009 για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του από τον Παύλο Μάτεσι ως ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας της γενιάς του.

Το βιβλίο του «Όταν θα δεις τη θάλασσα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός αποτελεί ένα ύμνο στο βωμό του ανεκπλήρωτου έρωτα της Μαργαρίτας Έργουιν και του Τσαρλς Φάραντει με φόντο το πολιτικό γίγνεσθαι της Ελλάδας του 19ου αιώνα, το οποίο οδηγεί τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει ότι οι πρακτικές του άκρατου εξωτερικού δανεισμού που οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία επί Χαρίλου Τρικούπη παραλληλίζονται εκπληκτικά με τα χρόνια της μεταπολίτευσης και τη σημερινή εποχή.

Το έργο σας “Όταν θα δεις τη θάλασσα ” διαπνέεται από ένα έντονο άρωμα κοσμοπολιτισμού και έχει τη στόφα κλασικού μυθιστορήματος. Πόσο δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα να πετύχει αυτό τον στόχο;

Ο μεγάλος βαθμός δυσκολίας έγκειται στον όγκο της έρευνας. Για να χτίσεις πειστικά ένα έργο εποχής, πρέπει όλη η εποχή να είναι χωνεμένη στην πλοκή με τρόπο αβίαστο, και όχι σαν όπλο εντυπωσιασμού που αποσκοπεί σε μια φτηνή απομίμηση κλασσικών εικονογραφημένων. Έπειτα, πρέπει να δώσεις μια απάντηση στον εαυτό σου:Γιατί κλείνεις τα μάτια σε ό,τι συμβαίνει σήμερα και γυρίζεις στο παρελθόν; Το “Όταν θα δεις τη θάλασσα” είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα αλλά παράλληλα είναι και το μυθιστόρημα μιας Ελλάδας που μοιάζει πολύ με τη σημερινή παρά το γεγονός ότι μιλάει για τα τέλη του 19ου αιώνα. Γενικά, πάντως, τα βιβλία που θέλω να γράψω μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να τα γράψω.

Ο βασικός πυρήνας του έργου σας είναι ένας μεγάλος και ανεκπλήρωτος έρωτας, ο οποίος μπορεί να παραλληλιστει με τον μυθικό έρωτα της Άννας Καρενινα και του Βρονσκι. Ποιές ομοιότητες και ποιές διαφορές έχουν οι δικοί σας ήρωες με τους αντίστοιχους ήρωες της Άννα Καρενινα;

Οι ομοιότητες είναι πάντα ίδιες όταν έχεις να κάνεις με ερωτικές ιστορίες που γενιούνται σαν αμαρτία και συγκρούονται με τις κοινωνικές συμβάσεις. Υπάρχει η μάχη ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει, υπάρχει ο ασφυκτικός κλοιός του κοινωνικού περίγυρου, υπάρχει το πάθος, υπάρχει η ενοχή. Τόσο στη Ρωσία της εποχής εκείνης, όσο και στην Ελλάδα, ο κόσμος ήταν πολύ δύσκολος για τις γυναίκες, ήταν ένας κόσμος χτισμένος από άντρες για άντρες. Όπως και να ‘χει, η Μαργαρίτα του βιβλίου μου μοιάζει περισσότερο μάλλον με την Καρένινα απ’ ό,τι, ας πούμε, με τη μαντάμ Μποβαρί ή την Τερέζα Ρακέν, για να αναφέρω δύο άλλες τραγικές ηρωίδες της εποχής.

Το πολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο και παρασκήνιο στο βιβλίο σας παίζει ένα πρωταρχικό ρόλο. Αναφέρεται στο 1886 και στον εξωτερικό δανεισμό της χώρας από τους Άγγλους μέσω του Τρικούπη, ο οποίος είχε ολέθρια αποτελέσματα. Σήμερα βιώνουμε μια παρόμοια κατάσταση. Πιστεύετε ότι η ιστορία κάνει κύκλους;

Δεν ξέρω αν κάνει κύκλους, σίγουρα πάντως επαναλαμβάνεται, κι ας ακούγεται κλισέ αυτό. Τα χρόνια πριν την χρεοκοπία της δεκαετίας του 1890 μοιάζουν εκπληκτικά με τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα το να αναδείξω μέσα από τη μυθοπλασία τις πραγματικές διαστάσεις της φιλοδοξίας και της ουτοπίας που επικρατούσε τότε στον τόπο μας. Για να το θέσω αλλιώς. Ως λαός είμαστε και ήμασταν ευφυείς, χαρισματικοί και ικανοί. Αλλά είμαστε και ήμασταν πάντοτε τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας. Γεγονός το οποίο πληρώνουμε με οδυνηρό τρόπο κάθε πενήντα-ογδόντα χρόνια.

 

Εκτός από συγγραφέας είστε και δημοσιογράφος. Πόσο “συγγενείς” είναι αυτές οι ιδιότητες και ποια σας εκφράζει περισσότερο;

Η συγγένεια είναι κάτι σχετικό. Για παράδειγμα, άλλο πράγμα ήταν ο δημοσιογράφος Μέιλερ από τον συγγραφέα Μέιλερ, ή ο δημοσιογράφος Καραγάτσης από τον συγγραφέα Καραγάτση. Όμως η δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι έμοιαζε πολύ με τη συγγραφέα Οριάνα Φαλάτσι. Είναι καθαρά θέμα ιδιοσυγκρασίας. Δε μπορώ να πω τι με εκφράζει περισσότερο γιατί δεν το έχω σκεφτεί ποτέ έτσι. Το να γράφω είναι η δουλειά μου, είναι κάτι που πρέπει να το κάνω. Αυτή η σκέψη μού αρκεί.

  1. Η ελληνική λογοτεχνία δεν έμεινε αλώβητη από την οικονομικη κρίση. Θεωρειτε πως η ποιότητα έχει θυσιαστεί στο βωμό της κρίσης με αποτέλεσμα οι εκδότες να κάνουν εκπτώσεις στην λογοτεχνική αξία των έργων και να προωθούν έργα χωρίς λογοτεχνικοτητα;

Όχι, δε νομίζω πως η ποιότητα έχει θυσιαστεί στο βωμό της κρίσης. Μέτρια ή κακά βιβλία έβγαιναν πάντα. Το μεγάλο πρόβλημα στο χώρο του βιβλίου είναι ο άνισος αγώνας των μικρών βιβλιοπωλείων, που παλεύουν να επιβιώσουν. Και φυσικά οι αλυσιδωτές επιπτώσεις που προκαλεί η οικονομική συμπίεση των αναγνωστών.