Γράφει ο Ερμής:

Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές η ίδια η αφήγηση μιας ιστορίας μάς προκαλεί να αναρωτηθούμε και να αναζητήσουμε όσα κρύβονται πίσω από το προφανές. Αυτήν την αίσθηση μού άφησε η εξιστόρηση του Ζέφυρου για όσα συνέβησαν σε μια νεαρή γυναίκα, τη Μυρτώ. Γεγονότα παράλογα μέσα στη φυσιολογική ροή τους, που ξεπερνούν την αποδοχή και γι’ αυτό ακριβώς σας τα παραθέτω αυτούσια, ώστε να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη.

«Υπάρχουν και χειρότερα», επαναλάμβανε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να αναπτερώσει το ηθικό της και να παραμείνει ήρεμη, ενώ οι σειρήνες των περιπολικών έσπαζαν τη σιωπή της νύχτας.

Κοίταξε τους συναδέλφους της που, καθισμένοι στο πάτωμα όπως κι εκείνη, είχαν στυλώσει το βλέμμα τους στις κάνες των δυο όπλων που τους σημάδευαν. Ο τρόμος διαγραφόταν ξεκάθαρα στα πρόσωπά τους. Άραγε οι ίδιες πονεμένες αυλακιές να είχαν χαραχτεί και σε εκείνη; Τα χέρια της, δεμένα σφιχτά πίσω από την πλάτη είχαν μουδιάσει, ενώ ένιωθε νεκρά τα πόδια της.

Χίλιες αντιφατικές σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό της. Εκατοντάδες αναπάντητα ερωτηματικά για το πώς και γιατί βρέθηκε σ’ αυτήν την κατάσταση και εάν υπήρχε ελπίδα για τη σωτηρία τους. Η αναδρομή στο παρελθόν φαινόταν αναπόφευκτη, όχι μόνο για να εντοπίσει τη ρίζα του κακού, αλλά και για να διατηρήσει την ψυχραιμία της.

Έξι μήνες είχαν περάσει από εκείνην την αποφράδα ημέρα και τώρα δικαίωνε την πεισματική άρνησή της να μεταβεί στο στάδιο της αποδοχής. Μέχρι χθες αισθανόταν θυμωμένη, αδικημένη και ανόητη, διότι δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα τον κίνδυνο που παραμόνευε.

Τότε εργαζόταν ως γραμματέας σε μια πολυεθνική εταιρεία και ανήκε στην τυχερή ομάδα των ικανοποιημένων ατόμων. Οι σχέσεις με τους συναδέλφους της ήταν φιλικές, το ωράριο τηρούταν αυστηρά και ο μισθός της πιστωνόταν στον τραπεζικό της λογαριασμό χωρίς καθυστέρηση. Η οικονομική κρίση, που ταλάνιζε τη χώρα, δεν είχε αγγίξει άμεσα την οικογένειά της. Αντιθέτως η πολυπλοκότητα των φορολογικών αλλαγών ευνόησε το λογιστικό γραφείο του συζύγου της, ο οποίος αύξησε την πελατεία του. Η Μυρτώ, φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, θεώρησε ότι επαρκούσε μια περικοπή στα έξοδά τους για να μείνουν αλώβητοι από όσα συνέβαιναν γύρω τους. Οι άνεργοι, οι δανειολήπτες που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, οι επιχειρήσεις που κήρυσσαν πτώχευση, δεν αποτελούσαν παρά μόνο θέματα για το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Ώσπου η ασφάλεια μετατράπηκε σε αγωνία και οι φήμες στους διαδρόμους της εταιρείας της για περικοπή εξόδων και μείωση προσωπικού οργίαζαν. Η ίδια τις έμαθε, αλλά ενστικτωδώς τις απώθησε, θωρακισμένη από ανοσία στον πανικό. Πρόσκαιρα η αντίδρασή της αποδείχθηκε σωστή, καθώς δεν υπήρξαν εξελίξεις και η ρουτίνα της καθημερινότητας έσβησε τον απόηχο κάθε ανεξακρίβωτης πληροφορίας. Άλλωστε η λογική της υπαγόρευε πως η εικοσαετής προϋπηρεσία της, η εμπειρία και η καλή απόδοση στα καθήκοντά της, την τοποθετούσαν αυτομάτως στο απυρόβλητο.

Την ίδια στάση διατήρησε και όταν ξέσπασε η καταιγίδα και ο Γενικός Διευθυντής κάλεσε τους υπαλλήλους για να τους ανακοινώσει τις αλλαγές που αποφάσισε το Διοικητικό Συμβούλιο, προκειμένου να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα της αγοράς. Το μέτρο των απολύσεων παρουσιάστηκε συγκαλυμμένο υπό το πρίσμα της παροχής ευκαιριών σε όσους επιθυμούσαν να ανοίξουν τα φτερά τους σε νέους ορίζοντες.

«Δεν είμαι εγώ αυτή», συλλογίστηκε τότε η Μυρτώ και την άποψή της επιβεβαίωσε και ο άνδρας της.

«Δεν πρόκειται να σε διώξουν. Θα την πληρώσουν τα μεγάλα κεφάλια. Αυτοί κοστίζουν τα τριπλά από εσένα».

Όντως την επόμενη Δευτέρα γνωστοποιήθηκαν τα ονόματα όσων είχαν απομακρυνθεί και ανήκαν όλοι στα υψηλά κλιμάκια.

«Τέλειωσε. Ο κίνδυνος πέρασε», αναλογίστηκε η Μυρτώ, αλλά την Παρασκευή όλα ανετράπησαν. Ένα τηλεφώνημα από τη Διεύθυνση Προσωπικού, μια τυπική επιστολή και ο κύκλος έκλεισε οριστικά.

 

Πώς εισχώρησαν στο κτίριο; Ποιος τους άνοιξε την πόρτα; Γιατί δεν τους σταμάτησε ο θυρωρός; Πώς πέρασαν από τον έλεγχό του; Μήπως τον χτύπησαν; Εκείνος δεν απουσίαζε ποτέ. Κι αν χρειαζόταν να μετακινηθεί από τη θέση του, έστω και για λίγα λεπτά, τότε κλείδωνε και όλοι ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν την επιστροφή του για να μπουν ή να φύγουν.

Όμως και στο δικό τους γραφείο υπήρχε κανονισμός ασφαλείας και ήταν το πρώτο μάθημα που δέχθηκε όταν προσελήφθη.

«Ελέγχουμε πάντοτε την κάμερα και ρωτάμε το όνομα του επισκέπτη», της είχε πει η συνάδελφός της Αμαλία. «Εάν δεν είναι καταχωρημένος στο βιβλίο προγραμματισμένων συναντήσεων, ρωτάμε τον λόγο παρουσίας του και ενημερώνουμε προτού ανοίξουμε την πόρτα».

Ευλαβικά τηρούσε τις οδηγίες, κυρίως από φόβο επίπληξης, παρόλο που τις θεωρούσε υπερβολικές και αδικαιολόγητες. Ποιος ήταν εξάλλου ο λόγος να λαμβάνουν τόσες προφυλάξεις σε ένα δικηγορικό γραφείο, όπου μπαινόβγαιναν περισσότερα από τριάντα άτομα καθημερινά;

Νωρίτερα το απόγευμα όμως τι συνέβη; Επανέφερε την επίμαχη σκηνή στη μνήμη της. Στο γραφείο βρίσκονταν οι τρεις από τους έξι συνολικά δικηγόρους και οι τρεις γραμματείς. Ο επικεφαλής, οι δυο γιοι του και η γραμματέας τους έλειπαν από το πρωί σε μια σημαντική δίκη. Οι δυο δικηγόροι εργάζονταν στα γραφεία τους, ενώ ο τρίτος μόλις είχε τελειώσει τη συνάντηση με ένα νέο πελάτη.

«Μυρτώ, ο κύριος αποχωρεί», της δήλωσε κι εκείνη έκανε το μοιραίο λάθος να πατήσει το κουμπί που απασφάλιζε την πόρτα, δίχως να ελέγξει την κάμερα. Αστραπιαία όρμησαν στο χολ οι πέντε άνδρες που τώρα τους κρατούσαν δέσμιους».

Συνεχίζεται……….

 

Συνταγή της Αμβροσίας: Μυστικό Ελιξίριο

Υλικά:

3 ξύλα κανέλας

6 καρφάκια γαρύφαλλο

2 μοσχοκάρυδα (σπασμένα)

½ κουταλάκι του γλυκού γλυκάνισος

½ κουταλάκι του γλυκού γκάραμ μάσαλα

½ κουταλάκι του γλυκού κόκκινο πιπέρι

10 σπόροι καρδάμωμα

5 σπόροι τόγκα (ελαφρώς σπασμένοι)

1 λίτρο δυνατό κονιάκ

½ κιλό ζάχαρη

 

Εκτέλεση:

Βάζουμε όλα τα υλικά σε ένα καλά κλεισμένο γυάλινο βάζο για σαράντα ημέρες και σε σκιερό σημείο. Ανακινούμε το βάζο καθημερινά δυο – τρεις φορές και ύστερα από σαράντα ημέρες, στραγγίζουμε το ποτό, χρησιμοποιώντας διπλή γάζα και το τοποθετούμε σε μποτίλια.