Από την Ισμήνη Χαρίλα
Ο υπερρεαλισμός διαδέχτηκε τον Ντανταϊσμό, που είχε εκδηλωθεί το 1914 και αποδοκίμαζε τη νοοτροπία και τις πράξεις της Δυτικής Κοινωνίας που επέφεραν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1924 ο Αντρέ Μπρετόν παρέδωσε στο κοινό το «Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού», το οποίο σηματοδότησε την ίδρυση ενός κινήματος, που δεν ήταν αμιγώς λογοτεχνικό, αλλά αφορούσε όλες τις μορφές της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Με έντονη επιρροή από τον Ρομαντισμό και δη τον Νερβάλ και τον Μπωντλέρ, ο Υπερρεαλισμός απέρριπτε τους ισχύοντες κοινωνικούς θεσμούς και επιζητούσε την ελεύθερη έκφραση της σκέψης.
Σύμφωνα με τον ορισμό του στο προαναφερθέν Μανιφέστο είναι «Αυτοματισμός ψυχικός καθαρός με τον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης, με την απουσία κάθε ελέγχου απ’ τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική».
Η αυτόματη επομένως γραφή, το όνειρο και η φαντασία κυριαρχούσαν έναντι της λογικής, ενώ κάθε έργο τέχνης είχε ως αποστολή να αλλάξει τη ζωή και τα δεδομένα της.
Ο πρωτεργάτης του κινήματος, ο Αντρέ Μπρετόν, δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1928 ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το «Nadja», το οποίο διόρθωσε και επανέκδωσε το 1963, τρία δηλαδή χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Βασική ηρωίδα είναι μια νεαρή γυναίκα που ο Μπρετόν συνάντησε τυχαία στον δρόμο. Το κείμενο χωρίζεται σε τρεις ενότητες και στην πρώτη από αυτές ο συγγραφέας αντιπαραθέτει το ΕΓΩ έναντι του ΑΛΛΟΥ, θέτοντας ευθύς εξ’ αρχής το ερώτημα «Ποιος είμαι; (…) Ποιον συναναστρέφομαι; (…)».
Η προσπάθειά του επικεντρώνεται στην εξερεύνηση του Ασυνείδητου, στην αναζήτηση της διαφορετικότητάς του από τους άλλους ανθρώπους και στη διερεύνηση της ύπαρξής του προτού λάβει την τελική μορφή του.
Παρόλο που τα στοιχεία είναι αυτοβιογραφικά, ο δημιουργός διασαφηνίζει πως αναπτύσσει τα σημαντικότερα επεισόδια της ζωής του «όπως μπορεί να την αντιληφθεί», όπως δηλαδή έχει αποτυπωθεί στο Ασυνείδητο και παραδίνεται στο τυχαίο, αφού αν όλα μπορούσαν να εξηγηθούν, τότε η ζωή δεν θα είχε καμιά γοητεία.
Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στα γεγονότα που συνέβησαν από τις 4 Οκτωβρίου 1926, που γνώρισε τη Nadja (ελληνικά Νάντια) και τις επόμενες εννέα ημέρες που ακολούθησαν.
Το όνομα της ηρωίδας δεν είναι παρά ένα ψευδώνυμο που επέλεξε η ίδια, γιατί «στα ρωσικά είναι η αρχή της λέξης ελπίδα και γιατί δεν είναι παρά η αρχή».
Είναι μια γυναίκα εντελώς διαφορετική που με τη στάση της προκαλεί τα βλέμματα επάνω της. Μια γυναίκα που είναι πολύ φτωχικά ντυμένη, αλλά προχωρά με το κεφάλι ψηλά σε αντίθεση με τους υπόλοιπους διαβάτες.
Με σπουδές στην ψυχιατρική, μελετητής του Φρόυντ και συστηματικός ερευνητής του Ασυνείδητου, ο Μπρετόν εστιάζει στα μάτια της Nadja που είναι ο καθρέφτης της ψυχής, των βαθύτερων συναισθημάτων και το όργανο του σώματος που βοηθά στην αντίληψη του κόσμου, αν και πολλές φορές η εικόνα ενδέχεται να είναι παραμορφωτική.
Δυο ζευγάρια μάτια αποτελούσαν εξάλλου και τη βάση στο «Λουλούδι των Εραστών», το σκίτσο που η Nadja χάρισε στον Μπρετόν και «βελτίωσε πολλές φορές, ώστε να δώσει στα βλέμματα διαφορετική έκφραση».
Η ζωή της Nadja παρατίθεται αποσπασματικά και πολλά βασικά στοιχεία υπονοούνται. Με καταγωγή από τη Λιλ, ζει στο Παρίσι μακριά από την οικογένειά της και αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προσπαθεί να επιλύσει μέσω της πορνείας, που φυσικά δεν δηλώνεται ποτέ ξεκάθαρα στο έργο, αλλά συμπεραίνεται μέσω των συχνών τυχαίων συναντήσεων της με διαφορετικούς άνδρες και των σημείων που βρίσκεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο Μπρετόν αισθάνεται κοντά της, δίχως όμως να είναι ερωτευμένος: «Είναι ασυγχώρητο ότι εξακολουθώ να την βλέπω, εάν δεν την αγαπώ. (….)».
Ο έρωτας θα εκφραστεί υπό τη μορφή του «Θαύματος» στην τρίτη και τελευταία ενότητα του έργου και θα σβήσει τόσο το όνομα της Nadja, όσο και κάθε άλλης προηγούμενης γυναίκας.
Νωρίτερα βέβαια η σχέση του με τη Nadja είχε διακοπεί και κάποια στιγμή έμαθε ότι έπασχε από σχιζοφρένεια που οδήγησε στον εγκλεισμό της σε άσυλο. Το γεγονός αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του για τους ψυχιατρικούς αυτούς χώρους, όπου «δημιουργούν τους τρελούς όπως στα κέντρα επανένταξης δημιουργούν τους ληστές», που γνώριζε καλά λόγω των σπουδών και της εργασίας του.
Ο Μπρετόν, εμπνευστής του Υπερρεαλισμού, πίστευε στην ελευθερία του ανθρώπου και του πνεύματος. Γι’ αυτό άλλωστε απέρριπτε και την εργασία που την αποδεχόταν ως μια υλική ανάγκη, που δεν παρέχει τίποτα ουσιαστικό στο ανθρώπινο είδος.
Ο επίλογος του έργου του θα είναι η επιστροφή του στο μεταμορφωμένο Παρίσι και μια έμμεση αναφορά στην αντίστοιχη ενότητα από τα «Άνθη του Κακού» του Μπωντλέρ.
Η Nadja είναι μια υπόσχεση. Ένα βιβλίο που γράφτηκε κατόπιν αιτήματος της ίδιας της ηρωίδας: «Θα γράψεις ένα μυθιστόρημα για εμένα (…) Μην λες όχι». Κυρίως όμως είναι η αφήγηση του Μπρετόν προς εκείνη που έκρυψε τη Nadja από τα μάτια του.