Γράφει ο Ερμής:
Με ένα όπλο κολλημένο στην πλάτη της, διέσχισε το δωμάτιο και βρέθηκε στο γραφείο του αφεντικού της. Όπως μάντεψε, δεν ήταν αναστατωμένο και όλα ήταν στη θέση τους. Κανένα από τα κλειδωμένα συρτάρια δεν φαινόταν να έχει παραβιαστεί και ο υπολογιστής ήταν κλειστός. Συνεπώς τα χαρτάκια με τις οδηγίες τα είχαν ετοιμάσει πριν από την εισβολή τους. Ο αρχηγός τής έλυσε τα χέρια και την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα του γραφείου.
Τέταρτο χαρτάκι.
«Κάλεσε στο τηλέφωνο τον Κανικαρίδη και πες του να έρθει αμέσως εδώ».
Δεν θυμόταν τον αριθμό του κινητού του. Το ανέφερε και αμέσως μπροστά της ένα νέο χαρτάκι με τα στοιχεία του τηλεφώνου.
«Καταλαβαίνουν ελληνικά», συλλογίστηκε η Μυρτώ. «Τα σημειώματα είναι γραμμένα στα αγγλικά, αλλά εγώ μιλάω ελληνικά κι εκείνος ανταποκρίνεται».
Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε το νούμερο. Ίσως αν μιλούσαν μαζί του, να λυνόταν το πρόβλημα. Ο άγνωστος πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης για να παρακολουθεί τη συνομιλία. Ο δικηγόρος απάντησε στο τρίτο κουδούνισμα.
«Παρακαλώ;»
«Κύριε Κανικαρίδη καλησπέρα. Είμαι η Μυρτώ. Πρέπει να έρθετε στο γραφείο».
«Τι συμβαίνει; Είναι πολύ αργά Μυρτώ. Γιατί είσαι ακόμα εκεί;»
Ξανά χαρτάκι.
«Διάβασε ό,τι γράφει εδώ».
Υπάκουσε.
«Όλο το προσωπικό βρίσκεται εδώ κύριε Κανικαρίδη. Πρέπει να έρθετε. Σας παρακαλώ. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω από το τηλέφωνο. Σας περιμένουμε».
Ο αρχηγός δεν άφησε περιθώριο στον Κανικαρίδη για να απαντήσει. Τράβηξε το καλώδιο και η συνομιλία διακόπηκε.
Της ένευσε να σηκωθεί και να καθίσει στον καναπέ. Της έδεσε τα χέρια και την άφησε μόνη.
Ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα; Τα πόδια της ήταν ελεύθερα, αλλά ήταν αδύνατο να δραπετεύσει. Η μοναδική έξοδος φυλασσόταν καλά και μόνη της δεν θα κατόρθωνε να αντιμετωπίσει κανέναν από τους πέντε. Προφανώς είχαν πλήρη επίγνωση ότι δεν κινδύνευαν από την παρουσία της και γι’ αυτό την άφησαν μόνη. Για ποιο λόγο όμως την απομόνωσαν; Οι υπόλοιποι ήταν καλά; Η πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά από το σημείο όπου ήταν τοποθετημένος ο καναπές δεν είχε οπτική επαφή. Πάντως επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Αν έβρισκε κάποιον τρόπο να ειδοποιήσει την Αστυνομία; Βέβαια η αλήθεια ήταν ότι δεν εμπιστευόταν πολύ τις ικανότητες τους. Όσα είχε ακούσει στις ειδήσεις για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών την απέτρεπαν από το να επιζητήσει την εμπλοκή τους.
Το γεγονός ότι προσπαθούσαν να παρασύρουν τον Κανικαρίδη στο γραφείο, δεν ήταν απόλυτα λογικό. Εάν ήθελαν να ζητήσουν λύτρα γιατί δεν τον απήγαγαν κάπου αλλού; Δεν είχε σωματοφύλακες και το σπίτι του βρισκόταν σε ερημική τοποθεσία των βορείων προαστίων. Κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από όλα αυτά, αλλά δεν το εντόπιζε.
Έσφαλλε. Δεν χειρίστηκε σωστά το τηλεφώνημα. Έπρεπε να υπονοήσει στον Κανικαρίδη πως του έστησαν παγίδα. Ήταν όμως έξυπνος και τόσο το τηλεφώνημα, όσο και ο τρόπος με τον οποίο διακόπηκε, να του δημιούργησαν υποψίες. Πώς θα αντιδρούσε; Η κατάσταση ήταν ήδη περιπλεγμένη και οποιοδήποτε λάθος θα ήταν καταστροφικό. Με ποιο δικαίωμα όμως έκρινε τις πράξεις των άλλων; Ελάχιστα λεπτά νωρίτερα προτίθετο να επιληφθεί της υπόθεσης και να την επιλύσει μόνη της και δεν κατόρθωσε απολύτως τίποτα.
Φοβόταν και το σώμα της έτρεμε τυλιγμένο κάτω από ένα αδιόρατο πέπλο πάγου που κάλυπτε σταδιακά κάθε σημείο του. Έπρεπε να είχε εμπιστευθεί το ένστικτό της και να μην δεχόταν τη θέση σε αυτό το γραφείο. Πάντα μια αδιόρατη δύναμη την προειδοποιούσε, αλλά εκείνη κώφευε σε οτιδήποτε υπερέβαινε την κοινή λογική. Πώς θα μπορούσε να αρνηθεί; Τότε ήταν άνεργη και ήδη οι άνθρωποι του περιβάλλοντός της την αντιμετώπιζαν είτε με οίκτο, είτε με καχυποψία, αναζητώντας το δικό της μερίδιο ευθύνης στην απόλυσή της.
Συνεχίζεται……….
Συνταγή της Αμβροσίας: Μεθυστικά υπνωτικό
Υλικά:
15 φραγκόσυκα (χαραγμένα σε τέσσερα σημεία)
1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και δυνατή)
½ κιλό κουαντρό
4 σπόροι τόνγκα (σπασμένοι)
10 σπόροι κάρδαμο
½ κιλό ζάχαρη
Εκτέλεση:
Βάζουμε όλα τα υλικά σε ένα καλά κλεισμένο γυάλινο βάζο για έναν μήνα και σε σκιερό σημείο. Ανακινούμε το βάζο καθημερινά και ύστερα από έναν μήνα, στραγγίζουμε το ποτό χρησιμοποιώντας διπλή γάζα και το τοποθετούμε σε μποτίλια.