Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Η ιστορία της Μαργαρίτας είναι μια εξαίρεση, το ξαναλέω. Αν ήταν όμως ο κανόνας δεν θα άξιζε τον κόπο να την γράψω», αναφέρει ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) για την ηρωίδα του μυθιστορήματός του «Η κυρία με τις καμέλιες», που έγινε διάσημη και, κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, μεταφέρθηκε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση και ενέπνευσε τον Βέρντι για να συνθέσει τη διάσημη όπερα «Τραβιάτα».
Η κυρία με τις καμέλιες δεν είναι άλλη από τη Μαργαρίτα Γκωτιέ, μια φημισμένη εταίρα στο Παρίσι του δεκάτου ενάτου αιώνα, που παλεύει με τη φυματίωση, ζει έναν ολιγόχρονο και παθιασμένο έρωτα με το νεαρό Αρμάνδο Ντυβάλ και τελικά πεθαίνει μόνη μέσα στη χλιδή των αντικειμένων που απέκτησε, αλλά που πλέον δεν της ανήκουν, αφού έχουν κατασχεθεί από τους πιστωτές της.
Ο Δουμάς (υιός) δεν στέκεται στην επιφάνεια των γεγονότων, αλλά εμβαθύνει στη βαθύτερη σημασία τους, διότι η Μαργαρίτα δεν αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν παρά τη χαμένη αγαπημένη του, τη Μαρί Ντυπλεσσίς.
«Στην ηλικία μου δεν έχω ακόμη την ικανότητα να επινοώ και γι’ αυτό θα προσπαθήσω απλώς να διηγηθώ», εξηγεί και ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης στο Παρίσι στα τέλη του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, που ουσιαστικά δεν διαφέρει καθόλου στη νοοτροπία από τους αιώνες που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
Η Μαργαρίτα ανήκει σ’ έναν κύκλο κατακριτέο από το σύνολο της κοινωνίας. Είναι μια εταίρα, μια γυναίκα δηλαδή που εμπορεύεται την ομορφιά της και ξεφεύγει από τη φτώχεια πουλώντας τον εαυτό της. Για τους άλλους είναι μια αμαρτωλή, βουτηγμένη στον βούρκο, παρόλο που οι άνδρες ποθούν να τους χαρίσει μια από τις νύχτες της ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες φθονούν ενδόμυχα τον μύθο που την κυκλώνει και αναρωτιούνται για το μυστήριο του απαγορευμένου κόσμου όπου ζει. Διότι «αν υπάρχει κάτι που οι κυρίες του καλού κόσμου θέλουν πολύ να βλέπουν είναι τα σπίτια αυτών των γυναικών που οι άμαξές τους κάνουν τις δικές τους να φαίνονται ασήμαντες, που έχουν τα θεωρεία τους πλάι στα δικά τους στην όπερα και στο θέατρο και που επιδεικνύουν αναίσχυντα στο Παρίσι τα πλούτη και την ομορφιά τους, τα κοσμήματα και τα σκάνδαλά τους».
Μια κοινωνία λοιπόν που καθοδηγείται από το φαίνεσθαι, που πρεσβεύει την πίστη στον Χριστό, αλλά ξεχνά ότι η βάση της θρησκείας είναι η συγχώρεση και η βοήθεια προς τον πλησίον.
Η Μαργαρίτα είναι μια γυναίκα συνειδητοποιημένη. Ξέρει ποια είναι η θέση της, ποια είναι η άποψη των άλλων γι’ αυτήν, τους λόγους που την οδήγησαν να επιλέξει αυτόν τον τρόπο ζωής και τι ακριβώς μπορεί να προσφέρει στον Αρμάνδο. Από την πρώτη στιγμή είναι ειλικρινής μαζί του. Δεν κρύβεται, δεν λέει ψέματα. Τον ερωτεύεται και παρόλο που η φυματίωση σκιάζει το μέλλον της, εκείνη αφήνεται και τον ακολουθεί έστω κι αν «όταν ο Θεός χαρίζει έναν έρωτα σε μια τέτοια γυναίκα, αυτός ο έρωτας, που στην αρχή μοιάζει με συγχώρεση, στη συνέχεια γίνεται πάντα τιμωρία».
Οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Αρμάνδος την αγαπά παράφορα και την ζηλεύει απελπισμένα. Εκείνη καταβάλλει το αντίτιμο της αγάπης, αναλαμβάνει την ευθύνη του παρελθόντος της και υπακούει στις εντολές του αυταρχικού πατέρα του, που η σεμνοτυφία του δεν θα του επιτρέψει να δει την ψυχή της, παρά μόνο όταν θα χαθεί κάθε ελπίδα.
Ο Αρμάνδος – πληγωμένος και προδομένος – κάνει ό,τι μπορεί για να την πονέσει, δίχως να σκεφτεί ότι ενδεχομένως η συμπεριφορά της κρύβει κάτι άλλο πέρα από την επιθυμία της να επιστρέψει κοντά στους εραστές που ικανοποιούν τα πολυέξοδα γούστα της.
Το ημερολόγιό της – που του παραδίδεται μετά τον θάνατό της – του αποκαλύπτει την αλήθεια και τον πείθει για την αγάπη της, γιατί η ίδια εξομολογείται πως «Αρμάνδε, σε αγαπούσα πολύ και θα είχα πεθάνει εδώ και καιρό αν δεν με βαστούσε η ανάμνηση αυτού του έρωτα και μια αόριστη ελπίδα πως θα σε έχω πάλι κοντά μου».
Θα ήταν άραγε ποτέ δυνατόν αυτή η σχέση να έχει αίσιο τέλος; Το δώρο του Αρμάνδου προς τη Μαργαρίτα ήταν ένα αντίτυπο της «Μανόν Λεσκώ» του αββά Πρεβώ. Ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται επίσης σ’ έναν αμαρτωλό έρωτα και απολήγει στον θάνατο της ηρωίδας στην αγκαλιά του εραστή της, του Ντε Γκριέ.
Ήταν όμως τα κοινά στοιχεία της υπόθεσης του συγκεκριμένου έργου που ώθησαν τον Αρμάνδο να το δωρίσει στη Μαργαρίτα ή μήπως το προαίσθημα πως ένας μεγάλος έρωτας για να επιβιώσει στον χρόνο πρέπει είτε να παραμείνει πλατωνικός, είτε να σημαδευτεί με το κόκκινο χρώμα του θανάτου;
Μήπως ακόμη και η ιστορία του «Αγαπημένου» του επόμενου αιώνα δεν ήταν ένας καταδικασμένος έρωτας, έστω και εάν οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές;
Οι άνθρωποι όμως δεν αλλάζουν και ίσως τελικά αυτό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα, αφού ζούμε σ’ έναν κόσμο, όπου όλα υπολογίζονται με προκαθορισμένα κριτήρια, τίποτα δεν προσπερνιέται – ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στο κοιμητήριο ζητήθηκε η μεταφορά του τάφου της Μαργαρίτας, γιατί «θα έπρεπε να υπάρχουν ξεχωριστοί τάφοι για κάτι τέτοιες γυναίκες, όπως και για τους φτωχούς» – και ακόμη και οι υποτιθέμενοι φίλοι εξαφανίζονται μόλις δεν έχεις πλέον τίποτα να τους προσφέρεις, όπως ακριβώς και η έμπιστη της Μαργαρίτας, η Πριντάνς.
Η Μαργαρίτα Γκωτιέ επομένως στα μάτια των συμπολιτών της δεν ήταν «η γυναίκα που είχε μια αθωότητα μέσα της», όπως διαπίστωσε ο Αρμάνδος, αλλά εκείνη που κρατούσε πάντοτε ένα μπουκέτο καμέλιες και υποδήλωνε με το άσπρο ή κόκκινο χρώμα τους πότε ήταν διαθέσιμη για τους εραστές της.