Γράφει ο Ερμής:
Έπρεπε να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Δεν μπορούσε να στέκεται αμέτοχη και να περιμένει την καταστροφή. Αν είχε τουλάχιστον το κινητό της τηλέφωνο, θα μπορούσε να στείλει ένα μήνυμα στον άνδρα της. Εκείνος πάντα είχε μια λύση. Το τηλέφωνο όμως ήταν στο γραφείο της και δεν υπήρχε περίπτωση να φθάσει σε αυτό, χωρίς να την δουν.
Μπροστά στον καναπέ υπήρχε ένα τραπεζάκι με δυο συρτάρια. Ίσως εκεί να έβρισκε κάτι που να την βοηθούσε. Προσεκτικά, για να μην κάνει θόρυβο, άνοιξε το πρώτο από αυτά. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, εκτός από ορισμένα βιβλία. Δυο βιβλία αποτελούσαν και το περιεχόμενο στο δεύτερο συρτάρι. Απογοητευμένη, το έκλεισε, όταν ξαφνικά σκέφτηκε:
«Είναι υπερβολικά άδειο συγκριτικά με το άλλο συρτάρι».
Το άνοιξε ξανά, έβγαλε τα βιβλία και ψηλάφισε την εσωτερική επιφάνεια. Το δέσιμο των χεριών της την δυσκόλευε και της προκαλούσε πόνο, αλλά εκείνη συνέχισε. Ακριβώς στη σχισμή της ένωσης του ξύλου, τα δάχτυλά της ακούμπησαν ένα μικρό εξόγκωμα σαν ένα κουμπί. Το πίεσε και ο πάτος του συρταριού ανασηκώθηκε, αποκαλύπτοντας ένα σύστημα παρακολούθησης όλων των χώρων του γραφείου.
Τελικά ο κύριος Κανικαρίδης δεν ήταν ούτε αφελής, ούτε και ανόητος. Να, λοιπόν γιατί προλάβαινε πάντα κάθε κίνησή τους.
Οι ένοπλοι ήταν στις θέσεις που βρίσκονταν και νωρίτερα, εκτός από δυο. Τον αρχηγό και άλλον έναν. Αυτοί είχαν αποσυρθεί στο μικρό χωλ με τους νιπτήρες στις γυναικείες τουαλέτες. Η Μυρτώ φόρεσε τα ακουστικά που βρήκε σε μια εγκοπή στη βάση του συστήματος παρακολούθησης και άκουσε τη συνομιλία τους.
«Είσαι σίγουρος ότι θα έρθει ο Κανικαρίδης;»
«Θα έρθει οπωσδήποτε. Αποκλείεται να μείνει αμέτοχος», απάντησε ο αρχηγός.
«Και εάν ειδοποίησε την αστυνομία;»
«Δεν νομίζω. Δεν ξέρει τι συμβαίνει και δεν θα διακινδύνευε να μπλέξει στις δουλειές του τους μπάτσους, χωρίς να είναι σίγουρος ότι τον συμφέρει. Πιθανότερο είναι να κουβαλήσει τους μπράβους του. Όπως και να έχει, όποιον και εάν φέρει, υπάρχουν αρκετοί μέσα που θα μας βοηθήσουν να τους πείσουμε ότι δεν αστειευόμαστε».
«Τι εννοείς; Συμφωνήσαμε ότι δεν θα πειράξουμε κανέναν από τους υπαλλήλους».
«Εδώ που φθάσαμε, δεν έχουμε περιθώρια για αμφιβολίες. Άλλωστε ήξερες από την αρχή ότι όλο αυτό ήταν παρακινδυνευμένο. Και όχι μόνο ήρθες, αλλά μας έδωσες και όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν για τον χώρο».
«Ναι, το έκανα. Δεν το αρνούμαι. Εξάλλου δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, αφού η πόρτα της φυλακής είναι ήδη κοντά για εμένα. Άλλο όμως να μπω μέσα για κατάχρηση, άλλο για εκβιασμό και άλλο για φόνο».
Ο αρχηγός έβγαλε το όπλο και του το έδειξε, λέγοντας:
«Εγώ κότες δίπλα μου δεν θέλω. Εφόσον ήρθες, θα κάνεις ό, τι λέω. Αλλιώς θα είσαι ο πρώτος που θα φύγει από εδώ μέσα και φυσικά όχι όρθιος. Και τώρα πάμε μέσα και τσιμουδιά».
Η Μυρτώ έβγαλε τα ακουστικά, τα τοποθέτησε στην εγκοπή, έκλεισε το σύστημα παρακολούθησης, έβαλε τα βιβλία στη θέση τους κι έκλεισε το συρτάρι.
Οι ένοπλοι φορούσαν τις μάσκες τους και δεν είχε δει τα πρόσωπά τους. Οι φωνές όμως δεν ήταν καθόλου άγνωστες. Τώρα ήξερε και ποιοι τους κρατούσαν και ποιος τους είχε δώσει τις πληροφορίες για να εισβάλλουν. Γιατί όμως τα είχαν κάνει όλα αυτά;
Συνεχίζεται……….
Συνταγή της Αμβροσίας: Καλοκαιρινά μπερδέματα
Υλικά:
1 κιλό κολοκυθοκορφές (τρυφερές)
200 γραμμάρια φέτα
2 κουταλιές της σούπας βούτυρο
Αλάτι
Πιπέρι
Εκτέλεση:
Πλένουμε καλά τις κολοκυθοκορφές και τις βράζουμε όπως τα χόρτα. Μόλις βράσουν, τις αφαιρούμε από την κατσαρόλα με μια τρυπητή κουτάλα και τις βάζουμε σε μια σουπιέρα. Τρίβουμε από επάνω τη φέτα και περιχύνουμε με το βούτυρο (που το έχουμε κάψει, όπως για τα μακαρόνια). Ρίχνουμε αλάτι, πιπέρι και ανακατεύουμε. Η σαλάτα είναι έτοιμη για σερβίρισμα.
Πίνακας: «Glass Portrait» Zoe Mozert