Από την Ισμήνη Χαρίλα

Οι «Χίλιες και μία Νύχτες» ή – όπως τιτλοφορούνται διαφορετικά – «Νύχτες της Αραβίας» ή τα «Παραμύθια της Χαλιμάς», είναι μια συλλογή παραμυθιών με ρίζες από την αρχαία μεσαιωνική, αραβική, περσική, ινδική, τουρκική, αιγυπτιακή και μεσοποταμιακή παράδοση, που αποδόθηκαν στα αραβικά, κατά τη διάρκεια της ισλαμικής Χρυσής Εποχής, όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές.

Ο μύθος είναι γνωστός. Ο Πέρσης βασιλιάς Σαχριάρ – προδομένος και πληγωμένος από την πρώτη του σύζυγο, ζητά από τον βεζίρη του να του στέλνει κάθε νύχτα μια νέα παρθένα, την οποία σκοτώνει μόλις χαράξει. Όταν ο βεζίρης δεν μπορεί πλέον να βρει άλλη κοπέλα, παραδίδει στον βασιλιά την κόρη του, την Σεχραζάτ. Εκείνη δρα έξυπνα και παγιδεύει τον Σαχριάρ στον ιστό της περιέργειας, εξιστορώντας κάθε νύχτα ένα παραμύθι που δεν ολοκληρώνεται παρά την επόμενη, δίνοντας τη θέση του σ’ ένα νέο. Το άτυπο και ριψοκίνδυνο παιχνίδι της θα διαρκέσει χίλιες και μία νύχτες, όταν πλέον ο βασιλιάς θα έχει ηρεμήσει και θα της χαρίσει τη ζωή.

Βασιζόμενος λοιπόν στις αφηγήσεις της Σεχραζάτ, ο Νομπελίστας αιγύπτιος συγγραφέας Ναγκίμπ Μαχφούζ αναβιώνει τους μύθους και δίνει την προσωπική του οπτική στο έργο του «Μέρες και Νύχτες της Αραβίας», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση της Πέρσας Κουμούτση.

Με τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει τη γραφή του, ο Μαχφούζ προσδίδει, με ακρίβεια και δίχως εξιδανίκευση, την κοινωνική πραγματικότητα και τους χαρακτήρες των ηρώων. Το παραμύθι λειτουργεί λυτρωτικά και αποδεσμεύει τη φαντασία, τον στοχασμό και τους δαίμονες της ψυχής, όπως ομολογεί και ο ίδιος ο σουλτάνος:

«Οι ιστορίες της μιλούν για μια ενάρετη μαγεία, άνοιξαν τα μάτια μου σε νέους ορίζοντες και σε οιωνούς που με παρακινούν να παρατηρώ και να στοχάζομαι…».

Με την παρατηρητικότητα που τον διακρίνει, ο δημιουργός διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή και αναδεικνύει την πάλη ανάμεσα στην καλή πρόθεση και την επιθυμία για άνομες πράξεις, ενώ η λαχτάρα, το πάθος και το όνειρο, κοινά σε κάθε οντότητα, επιτρέπουν τον συγχρωτισμό του λαού και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Παράλληλα, η λογική παραπαίει ανάμεσα στο φανταστικό και το μεταφυσικό και τα στοιχειά – άλλοτε υπηρέτες του Θεού και άλλοτε του Σατανά – προστατεύουν ή παρασύρουν τους ήρωες ανάλογα με τις αδυναμίες τους.

Υπνωτισμένοι λοιπόν από τη μαγεία της παραίσθησης και τα τεχνάσματα του Ίμερου, οι άνθρωποι διαβαίνουν τα απαγορευμένα μονοπάτια της ακολασίας κι εγκαταλείπουν οικειοθελώς την ελευθερία τους, το σημαντικότερο αγαθό, όπως σχολιάζει και ο Σιντμπάντ (ο γνωστός Σεβάχ ο Θαλασσινός):

«Έμαθα πως η ελευθερία είναι η ζωή της ψυχής και πως ούτε ο ίδιος ο παράδεισος δεν αποζημιώνει τον άνθρωπο, αν έχει χάσει την ελευθερία του».

Σταδιακά επομένως οι ήρωες αφήνονται έρμαια στα έκνομα σχέδια της διαφθοράς και της αδικίας, χάνοντας κάθε αίσθηση εγκράτειας. Οι διδαχές της θρησκείας – που είναι τόσο έντονες και σημαντικές για τον κόσμο τους –παραμένουν δυσπρόσιτοι στόχοι, αφού για να αγγίξουν την ενάρετη ζωή, οφείλουν πρωτίστως να λύσουν τα δεσμά των επίγειων απολαύσεων.

Σε ολόκληρο το κείμενο διακρίνεται μια αλληλουχία πυροδότησης γεγονότων ή μιμητισμού σαν ένα ντόμινο και κάθε πρόσωπο συνδέεται με κάποιο άλλο, ανοίγοντας έναν κύκλο που κλείνει πάντοτε με την αποκάλυψη της αλήθειας – όσο παράδοξη κι αν είναι – μέσα στα πλαίσια της αποκατάστασης της ισορροπίας και την επικράτηση του καλού που γεννά την ελπίδα και τροφοδοτεί την ενδυνάμωση της ζωής.

Δίχως ενδοιασμούς, απολύτως συνειδητοποιημένος και ειλικρινής με τους αναγνώστες του, ο Μαχφούζ δεν διστάζει να παρουσιάσει τη σήψη μιας κοινωνίας, όπου και οι ίδιοι οι φύλακες της εντιμότητας και οι τιμωροί της παραβατικότητας εγκληματούν ανενδοίαστα αμελώντας το ιερό καθήκον τους απέναντι στον λαό. Ίσως, γιατί «είναι φθονερή η αλήθεια, όταν δεν σου δείχνει τον δρόμο της, όταν δεν σε παρακινεί να τη φτάσεις, όταν σ’ αφήνει αβοήθητο χαμένο μέσα στον λαβύρινθο των διλημμάττων της (….)».