από την Μάρθα Πατλακουτζα
Είχε περάσει καιρός. Προσπαθεί να θυμηθεί πόσος…
Γρήγορα εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Επέστρεψε με ήσυχη τη συνείδηση στο βόλεμα, στη συνήθεια μιας πίστης πως τίποτε δεν αλλάζει ποτέ. (ευσεβής πόθος, ασεβής φιλοδοξία)
Αν βέβαια διέθετε τα κότσια να κοιτάξει τα μούτρα του στον καθρέφτη, τότε σίγουρα θα έπαιρνε μια ιδέα για την αλήθεια του.
Βγήκε στη βεράντα. Παλιά θα άναβε τσιγάρο. Τώρα τα δάχτυλα είχαν μαγκώσει. Έδειξαν το φεγγάρι. Μισό. ΄
Στα μισά χρόνια και η ζωή του. Μόνο που σαν το δικό του φεγγάρι γιόμιζε δεν τον περίμενε το ολόλαμπρο φως, αλλά το σκοτάδι της ανυπαρξίας.
Κανείς δεν ζει αιώνια, μα και κανείς δεν πιστεύει πραγματικά πως το πανηγύρι της ζωής τελειώνει.
Ναι, έχει ακούσει παρόμοια τσιτάτα και τέτοιες φιλοσοφίες μπόλικες. Κάποιες τις είχε πει και ο ίδιος για να δικαιολογήσει τα λάθη του. (κοινώς εγωιστικές τσιριτσάντσουλες)
Όμως είναι και κάποιες αλήθειες που δεν τις αγγίζεις. Αφήνεις να σε κυνηγήσουν, να σε φυλακίσουν, να σε αγγίξουν οι ίδιες.
Έτσι για τη γοητεία της αλητείας.
Για τη γοητεία του τσαμπουκά.
Επαναστάτης της φακής, αυτοσαρκάζεσαι.
Ποιος έχει τα κότσια να τα βάλει με το τέλος;
Μπροστά στην αλήθεια του τέλους όλοι είμαστε γατάκια που νιαουρίζουμε για χάδια και προσοχή, πάει να πει και στεγνώνει το λαρύγγι του από σάλιο.
Η φωνή της μάνας του έρχεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή:
«Γιόκα μου, αποχτήσατε λεφτά και ανέσεις. Για ποιο λόγο; Τα χαρήκατε; Τα μοιραστήκατε; Όχι, καλό μου. Όσο πιο γλυκιά ζωή σας ήρθε, τόσο πιο πολύ ξεχάσατε να ζείτε. Μπερδέψαν τα σκώτια σας οι σειρήνες της καλοπέρασης. Πού είναι η δύναμή σας; Πού είναι οι αλήθειες σας; Μπρε καημένοι μπορείτε να πείτε ποιοι είστε; Μπορείτε να γυμνώσετε την ψυχή σας, αντί για τα κορμιά σας;»