από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ποικιλία στον έρωτα εκεί όπου καθετί άλλο βάλλεται από την ίδια του την στατικότητα, τεράστιο ρίσκο εκεί όπου κανείς αντιλαμβάνεται πως τα μαθήματα δεν είναι για να δίνονται, αλλά για να παίρνονται, και αιώνιο ζήτημα στους πειρασμούς η πιθανότητα να μην έχεις δεύτερη ευκαιρία. Μια γυναίκα τα ξέρει όλα αυτά από ένστικτο, όπως θα έλεγε κι ο Balzac. Αλλά όχι μόνο από αυτό. Επαγγελματίας στην αγάπη και την ερωτική παραφορά, θα ανήκει ες αεί στους καμουφλαρισμένους αμαρτωλούς της νύχτας, που κυκλοφορούν ως άγιοι της ημέρας. Μισθοφόρος εκ περιτροπής στο ψέμα και την αλήθεια, διατεθειμένη να συγχωρήσει αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις, μα ποτέ αυτόν που τίναξε την ψυχολογική της μπάνκα στον αέρα με την άρνησή του, γίνεται έστω και μετ’ εμποδίων ο αρχιτέκτονας των εμπειριών της. Και ποιός είπε όμως πως οι σφοδρές εμπειρίες είναι και γαλήνιες;
Ο αντιδραστικός αλλά αγαπημένος μαθητής και προστατευόμενος του Γκιστάβ Φλομπέρ, ψηλαφεί το σκληρό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες οι γυναικείες καρδιές. Εκείνες που κρύβουν μυστικά κι απομονώνονται στα σκοτάδια των ηδονών για να δικαιολογηθεί η δράση τους ενάντια στον μαρασμό της ανίας. Ο σπουδαίος Γάλλος διηγματογράφος κι εκπρόσωπος του νατουραλισμού, Γκι ντε Μοπασάν, στενός φίλος των Ζολά, Τζέιμς και Τουργκένιεφ, γράφει ιστορίες που προκαλούν, αλλά με τα εξής δεδομένα: τη λογική που πέφτει όμηρος στα χέρια των δυνατών συγκινήσεων, την ελάφρυνση από τις παλιές αμαρτίες που πάντα δίνει χώρο στις καινούργιες, και την ηθική που θυμίζει σκουριασμένο κρικέλι περασμένο στη μύτη της ανθρωπότητος για να τη σέρνει με τη βία.
Το έργο «Ρόζα και άλλα διηγήματα» περιλαμβάνει 7 από τα 300 διηγήματα που έγραψε σε διάστημα δέκα ετών, ο Μοπασάν. Η Ρόζα είναι από τα θηλυκά εκείνα που πρέπει να βρουν τρόπο να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά την απόρριψη. Το παρελθόν της όμως θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το παρόν και το μέλλον της. Πώς θα μπορέσει να προχωρήσει όταν το μυστικό της έχει σώμα και καρδιά; Όταν το κρύβει από το πρόσωπο Θεού κι ανθρώπων; Η Ρόζα αντέχει, υπομένει, μα κάποια στιγμή θα σερβίρει κρύο το πιάτο της αλήθειας στον άκληρο σύζυγό της. Η Ρόζα είναι το θηλυκό που ανοίγει την αυλαία στο συγκεκριμένο έργο, που κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική.
Παρόλο που κάθε μέρα τής φέρνει μια νεα αιτία για να εξαφανισθεί, όλα θα ξαναρχίσουν από το μηδέν, και αυτό γιατί αρκεί λίγη μονάχα ευτυχία ανάμεσα στα πάθη, τα λάθη, τα ψεύδη, τις αλήθειες ή τις ανακρίβειες για να γεννηθεί χρώμα από το γκρίζο. Τη σκυτάλη παίρνουν γυναικείες μορφές που θα αγαπηθούν μέχρι τη στερνή αναπνοή τους από αφοσιωμένα αρσενικά, και πλανεύτρες που παρηγορούν την έγγαμη πλήξη τους ποικιλοτρόπως. Ο Μοπασάν που εν αντιθέσει με άλλους ομότεχνούς του, ήταν εύπορος κι εμπνεόταν πάνω στη θαλαμηγό του Bel Ami, που μαζί της όργωνε της θάλασσες τα καλοκαίρια κάθε προσωπικής κραιπάλης κι ασυδοσίας του, θυμίζει ρεαλιστικώς στον αναγνώστη του ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη πρώτα να χορταίνει, και μετά να υποτάσσεται στους κανόνες, ότι η ζωή που φοβάται τη ζωή δεν είναι ζωή, και ότι οι γυναίκες είναι το κυρίαρχο φύλο σε έναν κόσμο όπου οι άντρες δοκιμάζουν αντοχή κι αντιδράσεις για να αποδείξουν την αξία τους.
Χήρες, ιερόδουλες και κάθε λογής γυναίκες που απελευθερώνονται και ταυτόχρονα διαφθείρονται, αποτελούν το θέμα του συφιλιδικού άντρα με τα τρία νόθα παιδιά, που ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς και σήμερα διαβάζεται όσο κανείς από εκείνους που αντιλαμβάνονται ότι οι γυναίκες θεωρούν αθώα όσα τολμούν, ότι οι εραστές είναι επιφορτισμένοι να μαθαίνουν στις επιφανείς παντρεμένες κυρίες όσα κρατούν οι σύζυγοί τους για τις δικές τους ερωμένες, κι ότι η διαφορά των φύλων είναι ότι οι άντρες κυνηγούν κι οι γυναίκες ψαρεύουν.
Ο Μοπασάν που έζησε μόλις 43 χρόνια (5 Αυγούστου 1850 – 6 Ιουλίου 1893), εντρυφεί στα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, την ιδιοτέλεια, τους γάμους που βασίζονται σε σαθρά θεμέλια, μα και τις σεξουαλικές σχέσεις που γίνονται ασυγκράτητες πυρκαγιές ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν θα μπορούσαν να αντέξουν την παρουσία το ένα του άλλου ούτε ώρα σε οποιαδήποτε άλλου είδους σχέση. Ο Μοπασάν, δημιουργός του έργου «Χοντρομπαλού», έχει φανερή προτίμηση στην εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυναίκα, και είναι ο αρμοδιότερος όλων για να υποστηρίξει πως η συγγραφική τέχνη έχει μία δυνατότητα να είναι όμορφη, και χίλιες για να είναι ελκυστική, και πως αν δε βασιζόταν στην αδιακρισία, κανείς δε θα ενδιαφερόταν γι’ αυτήν. Με άλλα λόγια, θα ήταν ένα νόστιμο κορίτσι ανάμεσα σε τυφλούς. Θα ήταν μια όρεξη που θα καταστρεφόταν αμέσως μετά την ικανοποίησή της κι ένα λογοτεχνικό κεφάλαιο στο οποίο ο ίδιος δεν θα είχε καμία θέση.