Από την Val d’ Irène Dénivelé
Αφέθηκα στη λήθη ακόμα μια φορά. Κι έγινε το δάκρυ βροχή,
όπως γίνεται πάντα με τις αναμνήσεις. Καταιγίδα έγινε φίλε μου. Ανεμοστρόβιλος και με σήκωσε στη δίνη του. Αλίμονο… όλα έσπασαν, χάθηκαν. Διαλύθηκαν.
Μισή ζωή.
Μισή ψυχή.
Μισή καρδιά.
Αυτή είναι η αλήθεια που μαχαιρώνει κάθε νυχτιά τη σκέψη μου.
Κι όλα τα ξυράφια που με πληγιάσανε ήταν από στερήσεις «κάποιων» ανθρώπων που έφυγαν. Όχι, όχι αυτών που χάθηκαν απ’ τη ζωή μου. Μα εκείνων που η απουσία τους είναι πιότερο κοφτερή κι από λεπίδα. Σκίζει τα σωθικά μου και ματώνω. Γιατί… είναι εκεί… δίπλα μου.
Και κάθε φορά γίνεται το ίδιο. Ψάχνω να βρω μια δικαιολογία που να δικαιολογεί τα… αδικαιολόγητα. Αυτά τα… αφύσικα για μένα, φυσικότατα για κάποιους άλλους.
Αφήνουν όλα αυτά τα σημάδια στο κορμί μου λες και μου χτυπάνε tattoo. Να το έχω μια ζωή χαραγμένο στο είναι μου. Να τα κοιτάω. Να θυμάμαι.
Νάτο λοιπόν το σημάδι. Χωρίς βελόνες, χωρίς μελάνια. Πάνω στο κορμί μου, μέσα στην ψυχή μου, κάθε δικό τους, έγινε αυτό το κάτι που ήθελα να έχω από εκείνους. Όχι έτσι… αλλά να που τα σημάδια έρχονται τώρα να μείνουν για πάντα χαραγμένα σε σημείο που κανείς δεν μπορεί να δει αν δεν το επιτρέψω εγώ.
Κι εσύ… ναι, εσύ. Όσο κι αν προσπαθείς να καταλάβεις τον τρόπο που δημιουργήθηκαν, αν προσπαθήσεις να αναλύσεις το “γιατί” εμφανίστηκαν και ΔΕΝ εξαφανίζονται, δεν θα το καταφέρεις.
Κανείς μα κανείς δεν είναι ικανός να διαβάσει τα ψιλά γράμματα της ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ψυχής. Κανείς μα κανείς δεν θα αντέξει το βάρος της δικής μου “βαλίτσας”. Μην ρωτάς το γιατί… απλά, ΔΕΝ μπορείς.
Τατουάζ λοιπόν.
Χμ… ωραίος χαρακτηρισμός για τα σημάδια της ψυχής. Τα κάνει να δείχνουν διαφορετικά.