Από την Ισμήνη Χαρίλα
Εγκαταλείποντας το γνώριμο μοτίβο της ανάδειξης της ανθρώπινης πραγματικότητας μέσω του οικογενειακού πλαισίου, ο Ναγκίμπ Μαχφούζ αναλύει στο έργο του «Φλυαρία πάνω στον Νείλο» – που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση της Πέρσας Κουμούτση και με προλογικό σημείωμα από τον Κ. Ι. Τσαούση – τους βαθύτερους συλλογισμούς των ηρώων του, που αντιπροσωπεύουν το σύνολο των σκεπτόμενων όντων που δυσανασχετούν με την καθημερινότητά τους.
Μια παρέα ανδρών και γυναικών – διαφορετικών ηλικιών –συγκεντρώνεται λοιπόν κάθε βράδυ σ’ ένα ποταμόπλοιο στον Νείλο και αναζητά στον ναργιλέ, που είναι «το επίκεντρο, ο άξονας της συντροφιάς τους, η μόνη πηγή χαράς και ευτυχίας γι’ αυτούς», τη διαφυγή από την πραγματικότητα.
Το πλωτό αυτό καταφύγιο βρίσκεται σ’ έναν χώρο που θυμίζει ένα μεταφυσικό πέρασμα. Πίσω από την ξύλινη αυλόπορτα υπάρχουν διάδρομοι με λουλούδια και θάμνους που οδηγούν στην όχθη του ποταμού, ένας πανύψηλος και μυώδης φύλακας, ο αμ Άμπντου, υποδέχεται κάθε επισκέπτη, ενώ το λευκό χρώμα του μαντρότοιχου κρύβει το γκριζωπό του ποταμού και φαίνεται σαν μια αέναη μετάβαση από την αγνότητα στην αμαρτία και αντιστρόφως, αφού είναι τα δύο σημεία εισόδου και εξόδου για το ποταμόπλοιο.
Το πλοίο είναι μονίμως δεμένο στην όχθη και τα νερά του ποταμού παραπέμπουν στη συμβολική ροή του χρόνου προς το μέλλον, την απομάκρυνση από το παρελθόν και την απελευθέρωση από τις αναμνήσεις που δεσμεύουν και απωθούν το όραμα της ευτυχίας.
Προφυλαγμένοι από το σκοτάδι της νύχτας, αυτοί οι φίλοι – που δεν συνδέονται από τον ετερόκλητο τρόπο ζωής τους, αλλά από το μορφωτικό τους επίπεδο και το κοινό τους μυστικό – ναρκώνονται από την παραισθησιογόνα ουσία και δραπετεύουν σ’ έναν ονειρικό κόσμο.
Απαλλαγμένοι από τον φόβο της λογοκρισίας και τον καθωσπρεπισμό, δυσφορούν και σχολιάζουν όσα βιώνουν. Ο δε εθισμός τους, άλλοτε ορατός και άλλοτε αόρατος από το περιβάλλον τους, τους διαφοροποιεί και τους απομακρύνει από το κοινωνικό σύνολο, ίσως γιατί «τα μάτια τους κοιτούν προς τα μέσα και όχι προς τα έξω, όπως συμβαίνει με όλα τα πλάσματα του Θεού», όπως σχολιάζει και ο προϊστάμενος του Ανίς Ζάκι, του αρχηγού του «κεφιού» και του ποταμόπλοιου.
Η τελειότητα σαφώς και δεν υπάρχει και όλοι οι άνθρωποι έχουν ελαττώματα και προτερήματα που υπερισχύουν ανάλογα με τις περιστάσεις και τις συμπεριφορικές καταστάσεις. Σε πρώτη ανάγνωση, οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου έργου υποκύπτουν στις αδυναμίες τους και επιλέγουν τον στρουθοκαμηλισμό, όντας ανίσχυροι να παλέψουν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες.
Ο Μαχφούζ όμως δεν επιχειρεί να τους κρίνει ή να τους δικάσει. Αντιθέτως αφουγκράζεται τους ψιθύρους της δυσφορίας τους και τους προσφέρει τη δυνατότητα βούλησης, έστω και αν αυτή διακρίνεται από ανηθικότητα ή γελοιότητα, επειδή οι κινήσεις τους – σωστές ή λαθεμένες – πηγάζουν από τη «θέληση για ζωή που είναι κάτι άκαμπτο και συμπαγές και μπορεί να μας οδηγήσει στη γελοιότητα».
Οι ήρωες δεν μπορούν να είναι πάντοτε άμεμπτοι και ο δημιουργός – σεβόμενος τη ρεαλιστική απεικόνιση – γνωρίζει πως κάθε υλική ή άυλη μορφή οφείλει να αποδοθεί και να γίνει, μέσω της λογοτεχνικής παρατηρητικότητας, μάρτυρας του παρελθόντος για τις επερχόμενες γενιές.
Ούτως ή άλλως η ισορροπία πάντοτε επανέρχεται και όλοι, αργά ή γρήγορα, αντιμετωπίζουν τα σφάλματά τους, όπως ακριβώς θα συμβεί και με τους φίλους του ποταμόπλοιου.
Εάν λοιπόν αποδεχθούμε το γεγονός ότι ο τροχός ολοκληρώνει κάποτε την περιστροφή του και την άποψη του Ανίς ότι «όταν θ’ αποδημήσουμε με προορισμό το φεγγάρι, τότε θα είμαστε οι πρώτοι που μετανάστευσαν στο Τίποτα για ν’ αποφύγουν το Τίποτα…», τότε η ίδια η ουσία της ζωής δεν βρίσκεται παρά στο απόσταγμα της σκέψης που γεννούν ο πόνος και η χαρά, το δάκρυ και το γέλιο.