Γράφει ο Ερμής:
Είχαν περάσει κιόλας τρεις ώρες από το τηλεφώνημα και ο κύριος Κανικαρίδης δεν είχε εμφανιστεί.
Η Μυρτώ ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν και τον κόσμο της να καταρρέει. Δεν καταλάβαινε γιατί δεν εμφανιζόταν το αφεντικό της, ούτε γιατί δεν την αναζήτησε η οικογένειά της. Το σύστημα παρακολούθησης παρέμενε κλειστό. Δεν τολμούσε να ανοίξει πάλι το συρτάρι, αν και θα ήθελε να δει τι κάνουν.
Η σιωπή – απόλυτη και εκκωφαντική – διέλυε το νευρικό της σύστημα. Τουλάχιστον ας μην ήταν απομονωμένη από τους συναδέλφους της…
Οι σκέψεις, άναρχες και ασύνδετες, διεκδικούσαν πεισματικά την προσοχή της, αλλά εκείνη αποφάσισε να αδιαφορήσει και να περιμένει απλώς τις εξελίξεις. Ούτως ή άλλως ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει πέντε ενόπλους…
Έστρεψε το βλέμμα της προς την πόρτα και είδε τον αρχηγό να μπαίνει στο δωμάτιο. Την έπιασε από το μπράτσο και της έκανε νόημα να σηκωθεί. Εκείνη υπάκουσε και τον άφησε να την οδηγήσει στον χώρο που ήταν συγκεντρωμένοι οι υπόλοιποι. Την έβαλε να καθίσει στο πάτωμα δίπλα τους και έδειξε πάλι ένα χαρτάκι:
«Μην μιλήσει κανείς».
Ένας από τους άνδρες του στάθηκε μπροστά τους και τους κινηματογραφούσε, ενώ οι τέσσερις συνεργάτες του τούς σημάδευαν με τα όπλα.
Οι συνάδελφοι της κοιτούσαν απορημένοι, αλλά η Μυρτώ κατάλαβε ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Ο κύριος Κανικαρίδης δεν ήρθε και εκείνοι ήθελαν να τον πιέσουν με την ταινία, που δεν πρόλαβαν όμως ποτέ να του στείλουν.
Όλα έγιναν αστραπιαία και μάλιστα τη στιγμή που είχαν στραμμένοι την προσοχή τους στην πόρτα, όντας σίγουροι ότι ήταν το μοναδικό σημείο εισόδου.
Ξαφνικά η Μυρτώ είδε τους τρεις από τους πέντε ενόπλους να καταρρέουν ανεξήγητα μπροστά της και άλλους δέκα άνδρες, που ήταν ντυμένοι ακριβώς όπως οι δεσμώτες τους, να εισβάλλουν από το γραφείο του κυρίου Κανικαρίδη.
Η ίδια και οι συνάδελφοί της δεν μπορούσαν να καταλάβουν τίποτα. Ποιοι ήταν αυτοί και από πού ξετρύπωσαν; Ήταν οι καλοί που ήρθαν να τους ελευθερώσουν ή όμοιοι με τους προηγούμενους; Τους είχαν σκοτώσει; Όμως δεν είχαν ακούσει κανέναν πυροβολισμό.
Ο αρχηγός πρόλαβε να προφυλάξει το σώμα του πίσω από την Αμαλία που δεν είχε σταματήσει να κλαίει. Οι νέοι εισβολείς παρατάχθηκαν απέναντί του με τα όπλα τους στραμμένα επάνω του, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν όλοι οι υπάλληλοι. Ο φίλος του αρχηγού, αυτός που είχε πάψει πλέον να είναι άγνωστος για τη Μυρτώ, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, έτοιμος να πυροβολήσει.
Η Μυρτώ είδε την απελπισία στο βλέμμα του και ο πόνος του ξέσκισε την καρδιά της. Είχε απογοητευτεί μαζί του, ένιωθε προδομένη, αλλά δεν τον είχε μισήσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Περισσότερο την ενοχλούσε που είχε μυστικά από αυτήν, που δεν μοιράστηκε μαζί της το πρόβλημά του. Θα ήθελε ακόμη και τώρα να τον ρωτήσει, αλλά δεν ήθελε να φανερωθεί.
Ο πυροβολισμός δεν την ξάφνιασε. Ήταν η μοναδική λύση και τουλάχιστον βρήκε το θάρρος, έστω και στο τέλος να κάνει το σωστό, αφού ο αρχηγός αιφνιδιάστηκε, αποσυντονίστηκε και οι άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να τον αναισθητοποιήσουν, σώζοντας την Αμαλία.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα άνδρες των ειδικών δυνάμεων. Οδήγησαν τους υπαλλήλους έξω από το γραφείο και συνέλαβαν τους τέσσερις ενόπλους.
Κανείς τους δεν ήταν τελικά νεκρός, όπως νόμιζε η Μυρτώ. Τούς είχαν απλώς ναρκώσει με αναισθητικά βελάκια, όπως αυτά που χρησιμοποιούν οι κτηνίατροι για τα άγρια ζώα.
Μόνο ο μικρούλης της είχε χαθεί και εκείνη δεν πρόλαβε καν να του πει «αντίο» ή να τον ρωτήσει «γιατί;». Η τελευταία εικόνα που κράτησε από αυτόν ήταν το άψυχο σώμα του στο έδαφος, ενώ το χέρι του κρατούσε ακόμη το όπλο που τον απάλλαξε από τον τρόμο.
Οι απορίες της λύθηκαν όταν τους οδήγησαν στην Ασφάλεια για τις απαραίτητες καταθέσεις. Ο κύριος Κανικαρίδης δεν περίμενε το τηλεφώνημα των αγνώστων για να μάθει για την ομηρία. Ένα αντίστοιχο σύστημα παρακολούθησης του γραφείου του, όμοιο με αυτό που ανακάλυψε η Μυρτώ, υπήρχε και στο σπίτι του και είχε δει όσα συνέβαιναν. Δίχως να χάσει καιρό, κίνησε τα νήματα και έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο δράσης.
Οι δέκα άνδρες που εξουδετέρωσαν τους δεσμώτες τους, ήταν τα μέλη της μυστικής προσωπικής του φρουράς και μπήκαν από ένα κρυφό πέρασμα που ένωνε το γραφείο του με το διαμέρισμα του κάτω ορόφου.
Ο κύριος Κανικαρίδης δεν αγνοούσε ούτε και την ταυτότητα των εισβολέων. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που τον απειλούσαν αντίδικοι. Εδώ και πολύ καιρό είχε αντιληφθεί ότι οι κατηγορούμενοι για υπεξαίρεση στο λογιστήριο της πολυεθνικής που εκπροσωπούσε, δεν ήταν ικανοί να διαχειριστούν τις συνέπειες της πράξης τους. Η υπόθεση δεν είχε φθάσει ακόμη στο δικαστήριο, σε λίγες ημέρες όμως θα γίνονταν συλλήψεις και εκείνος ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει.
Υπό κανονικές συνθήκες θα είχε απολύσει τη Μυρτώ, αλλά η απάθειά της τον οδήγησε σε μια μικρή έρευνα που απέδειξε ότι εκείνη αγνοούσε κάθε πτυχή της υπόθεσης και ότι ο αδελφός της δεν της είχε αποκαλύψει ποτέ την εμπλοκή του στην υπεξαίρεση. Αποφάσισε λοιπόν να μην την απομακρύνει, μέχρις ότου ξεδιαλύνει τις προθέσεις των αντιδίκων.
Η Μυρτώ άκουγε τον αστυνομικό και τον κύριο Κανικαρίδη να αναλύουν τους λόγους που προκάλεσαν τα γεγονότα του απογεύματος και συνειδητοποίησε ότι τελικά δεν ήταν ούτε λυπημένη, ούτε θλιμμένη, ούτε τίποτα άλλο. Ένιωθε μόνο ντροπή. Όχι για την ενοχή του αδελφού της, αλλά για τη δική της αφέλεια. Όλοι την κορόιδεψαν και εκείνη δεν ήταν παρά ένα άβουλο πιόνι στα σχέδιά τους.
Κοίταξε τον άνδρα της που στεκόταν δίπλα της. Τουλάχιστον εκείνος της ορκίστηκε ότι τα έμαθε όλα, όταν την αναζήτησε στο γραφείο και η αστυνομία – κρυμμένη στην είσοδο του κτιρίου – δεν τον άφησε να μπει.
«Πάμε Μυρτώ, όλα τέλειωσαν τώρα και τα παιδιά περιμένουν», της είπε κρατώντας της το χέρι κι εκείνη νοερά απάντησε στον εαυτό της:
«Ναι, τέλειωσε. Η Μυρτώ που γνώριζαν όλοι δεν υπάρχει πια. Από αύριο θα είμαι εγώ ο θύτης και όχι πια το θύμα…..»
ΤΕΛΟΣ
Συνταγή της Αμβροσίας: Τα πάνω – κάτω
Υλικά:
1 κούπα ρύζι (βρασμένο και σπυρωτό)
3 πιπεριές (1 πράσινη, 1 κόκκινη και 1 κίτρινη, ψιλοκομμένες, ωμές)
1 πράσινο μήλο (ψιλοκομμένο)
1 αγγούρι (ψιλοκομμένο και χωρίς τους σπόρους)
15 ντοματάκια βελανίδια (κομμένα στη μέση και χωρίς τους σπόρους)
5 βερίκοκα (ψιλοκομμένα)
1 φέτα πεπόνι (ψιλοκομμένο)
Πιπέρι
Για το ντρέσινγκ
1 κούπα μαγιονέζα (χωρίς αυγό)
3 κουταλιές της σούπας κέτσαπ
2 κουταλιές της σούπας λικέρ μαστίχα
Εκτέλεση:
Τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια σαλατιέρα, τα ανακατεύουμε και περιχύνουμε με το ντρέσινγκ. Διατηρούμε τη σαλάτα στο ψυγείο και προτού σερβίρουμε, ρίχνουμε μερικά κρουτόν.
Πίνακας: «Après une petite restauration», Franz von Holder