(Μια αναφορά στην Κάκια Μένδρη)
Του Πάνου Χατζηγεωργιάδη
Μουσικοσυνθέτης, Λογοτέχνης και Δημοσιογράφος
Τα τελευταία χρόνια η αλήθεια μου, είναι γεγονός πως έχω αλλάξει
πολλές φορές την εντύπωση μου για τον κόσμο. Σίγουρα αυτό που
συμφωνούμε απο κοινού
να ονοματίσουμε ως “κόσμο”, με τις αναρίθμητες του συμβάσεις που
οδηγούν καμιά φορά και σε κοινά αδιέξοδα τις κοινωνίες, δεν είναι ο
πραγματικός κόσμος.
Και τι σημαίνει άραγε “πραγματικός κόσμος”; Είναι ο κόσμος που
αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχει διαμέσω των πεπερασμένων μας αισθήσεων ή
είναι κάτι ακόμα
παραπέρα;
Είναι κάτι πέρα απο τα “συμφωνηθέντα” που μας αποκαλύπτεται
μόνον υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Συνθήκες της ζωής όπου μας στρέφουν
το κεφάλι αλλού ίσως εκεί που θα έπρεπε να κοιτάζουμε πραγματικά, αλλά η σκληρή μας
καθημερινότητα μας το απογορεύει.
Και τι σημαίνει τελικά για όλους μας η “ανακάλυψη του κόσμου”. Ίσως
τίποτε παραπάνω απο το ξεσκέπασμα ενός αδιόρατου καλύματος όπου μας
αποκαλύπτονταi πρόσκαιρα οι συμπαντικοί νόμοι όπου είτε το θέλουμε
είτε οχι, είτε με εμάς είτε δίχως εμάς, είναι πάντοτε εκεί και διέπουν
τον πραγματικό κόσμο, το σύμπαν ολάκερο.
Τώρα θα διερωτηθείς και με το δίκιο σου αγαπητέ μου αναγνώστη, προς
τι τούτη η ενίοτε αμπελοφιλοσοφία. Θα έλεγα πως χρειάζεται υπό την
έννοια πως για να προσεγγίσεις το παρελθόν αλλά και κάθε στιγμή της
ζωής του ανθρώπου, χρειάζεται μια γενικότερη αίσθηση του που βρίσκεσαι
νοητικά. Που βρίσκεσαι ώστε να γνωρίζεις που θέλεις να οδηγήσεις την
ύπαρξη σου.
Το γιατι αρεσκόμαστε να διαβάζουμε, να ακούμε, να αισθανόμαστε
παλιότερα μοτίβα ζωής, ζωής που δεν έχουμε ζήσει κατά το σύνηθες, δεν
το έχω εξηγήσει ακόμα. Πέρα απο το υπερφυσικό και τις περασμένες ζωές
αν πιστεύει κάποιος σε όλο αυτό, θα ήθελα να δώσω μιάν πολύ πιο πεζή
εξήγηση. Ίσως εντός μας ενυπάρχουν με κάποιον τρόπο “σχήματα
καλλαιθησίας” τα οποία μόλις βρούν κάτι απο τα εξωτερικά μας
ερεθίσματα που να τους ταιριάζει, αμέσως προσκολλώνται σε αυτά τα
προυπάρχοντα και ενυπάρχοντα εντός μας σχήματα καλλαισθησίας. Έτσι
λατρεύουμε ένα παλιό τάνγκο, μια ωραία μυρωδιά, έναν όμορφο ανθισμένο
κήπο, μια καλλαίσθητη γυναίκα. Είναι κάτι σαν τους περισσότερο
“γνωστικούς χάρτες” της ψυχολογίας, μόνο που αυτοί οι χάρτες αφορούν
την αίσθηση του όμορφου, του κάλλους.
Κάπως έτσι λάτρεψα και την αποψινή μου καλεσμένη απο το υπερπέραν, την
Κάκια Μένδρη. Αγάπησα την αισθαντικότητα της μέσα απο τα τραγούδια του
Αττίκ, του κατά κόσμον Κλέωνος Τριανταφύλλου ο οποίος αυτοκτονεί στις
29 του Αυγούστου λίγο πριν να τελέψει η κατοχή.
Ο Αττίκ είναι το τέλος μιάς ολάκερης εποχής, της εποχής του μεσοπολέμου, μιάς εποχής ονείρου
που μετατρέπεται σε εφιάλτη με τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο και τα
εκατομμύρια φαντάσματα του. Μιάς εποχής ρομαντισμού, διασκέδασης,
ξεγνοιασιάς που έρχεται να ταφεί κάτω απο τα πτώματα, τις λάσπες, τα
αίματα εκατομμυρίων νεκρών που πριν λίγο χόρευαν, ονειρεύονταν ένα
καλύτερο κόσμο, αγαπούσαν και αγαπιόνταν, ζούσαν με λίγα λόγια. Η
Κάκια Μένδρη είναι μια απο τις μούσες του Αττίκ. Μια γυναίκα με
ελάχιστη καριέρα στο ελαφρό μας τραγούδι και μια παρουσία ολιγόχρονη
περί τη μια δεκαετία περίπου στα μουσικά μας πράγματα.
Πολύ λίγα, ελάχιστα είναι γνωστά για την Κάκια Μένδρη ως άνθρωπο και
το μόνο που θα μπορούσε να θυμάται κανείς απο εκείνη τη γυναίκα με το
όμορφο πρόσωπο και την ακόμα πιο όμορφη, σταθερή, αρχοντική φωνή είναι
το πέρασμα της απο τα τραγούδια του Αττίκ. Με καταγωγή απο την
Κάλυμνο, γεννιέται το 1912 στην Οδησσό και έρχεται στην Ελλάδα στα
1917. Περίπου το 1930 ο Αττίκ την ανακαλύπτει και τότε έρχεται η
αποκάλυψις ενός σπάνιου ταλέντου. Μιάς φωνής μοναδικής σε όγκο, σε
στύλ, σε χροιά και σε επίπεδο. Η Κάκια Μένδρη είναι η φωνή του
μεσοπολέμου και ως φωνή του μεσοπολέμου, η καριέρα της είναι λίαν
σύντομη μιάς και εγκαταλείπει την σκηνή μόλις περί τα 1950. Έκτοτε
σχεδόν κανείς δεν πρόκειται να ξανακούσει και να ξανασχοληθεί μαζί της
εκτός απο τον υπέροχο αείμνηστο δημοσιογράφο Φρέντυ Γερμανό, όπου θα
την καλέσει για μια τελευταία κουβέντα στις εκπομπές του, εκεί γύρω
στα μέσα του 1970. Η Κάκια Μένδρη πεθαίνει μάλλον λησμονημένη στα μέσα
της δεκαετίας του 1990.
Αυτά τα ελάχιστα υπάρχουν ως στοιχεία για την Κάκια Μένδρη. Μια
γυναίκα που υπηρέτησε μιάν ολάκερη εποχή και έζησε την ακμή και το
τέλος της. Κι όταν αυτή η εποχή έπαψε πλέον να αγγίζει τις ψυχές των
ανθρώπων, όταν ήρθαν οι νέοι ξενικοί ρυθμοί να σπείρουν νέα ακούσματα,
όταν η συλλογική ψυχή θέλησε να ξεχάσει, τότε η Μένδρη ως διάττων
αστήρ εξαφανίστηκε απο το προσκήνιο ίσως και αυτοθέλητα.
Η εποχή της
είχε σβήσει και νέα αστέρια σε εισαγωγικά και μη αχνοφαίνονταν. Η
Ελλάδα του 1950, δεν είχε ανάγκη τον ρομαντισμό της μόλις περασμένης
δεκαετίας. Έβγαινε καταματωμένη απο τον πόλεμο και τον συμμοριτοπόλεμο
και ήθελε να κλαύσει επί των ερειπίων. Το όνειρο της είχε ματώσει
πλέον αν οχι είχε σβήσει κι έτσι όσοι υπηρέτησαν την προηγούμενη
κατάσταση, έπρεπε να ξεχαστούν, όσο και σημαντικοί να ήταν.
Αυτός είναι ο κόσμος. Ο βίος σκηνή και μείς οι πρωταγωνιστές και οι
κομπάρσοι μαζί. Κι όταν κατεβαίνει ένα έργο, ουδείς νοιάζεται να μάθει
ποιοί πάτησαν την σκηνή πιο πριν, διότι όσο και να αναπολούμε το χθές,
σημασία για όλους έχει μόνον το σήμερα, ένα σήμερα όμως που μπορούμε
να κάνουμε καλύτερο κρατώντας τα καλύτερα στοιχεία του χθές, χτίζοντας
το μέλλον. Αναλόγως του τι κρατούμε, έτσι και προχωρούμε στην ζωή.
Δισκογραφία Κάκιας Μένδρη (Επιλογή)
“Ακόμα ένα ποτηράκι”
“Μαραμένια τα γούλια κι οι βιόλες”
“Να ζει κανείς ή να μη ζει”
“Παπαρούνα”
“Γλυκειά Μαράτα”
“Η ζωή ξαναρχίζει με μας”
“Μου το’πε η Μαργαρίτα”