Από την Ισμήνη Χαρίλα

Τα γεγονότα δεν έχουν ποτέ την ίδια ερμηνεία από όλους τους ανθρώπους και ο καθένας τα αναλύει και τα επεξηγεί ανάλογα με τις αντιλήψεις, τα βιώματα, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις του. Όλοι, δεμένοι στον ίδιο τροχό της ζωής, αλλά ως ξεχωριστά και ανεξάρτητα γρανάζια που λειτουργούν αυτόνομα, συνεισφέροντας όμως σ’ ένα ενιαίο αποτέλεσμα που δεν διαταράσσεται ακόμα και αν αυτά αποκοπούν.

Αν δεχτούμε επομένως την άποψη ότι καμιά συνάντηση δεν είναι τυχαία και πως κάθε γνωριμία έχει έναν βαθύτερο λόγο, τότε οι ένοικοι στην πανσιόν Μιραμάρ δεν βρέθηκαν εκεί από σύμπτωση.

Σαν μια αόρατη γραμμή να τους διαχωρίζει σε αυτόν τον χώρο, από τη μια πλευρά στέκονται οι ηλικιωμένοι. Οι ένοικοι, ο Αμέρ Ουαγκντί και ο Τολμπά Μαρζούκ και η ιδιοκτήτρια, η Μαριάννα.

Ο Αμέρ είναι ένας ογδοντάχρονος συνταξιούχος δημοσιογράφος που έζησε είκοσι χρόνια ως πολιτικός εξόριστος και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.

Ο Τολμπά ήταν κάποτε πλούσιος γαιοκτήμονας, αλλά πλέον το Κίνημα κατέσχεσε την περιουσία του.

Η Μαριάννα είναι μια ελληνίδα που δεν λησμονεί ποτέ το κάλος της νιότης της και τις ευτυχισμένες ημέρες δίπλα στους δυο αποθανόντες συζύγους της.

Από την άλλη πλευρά είναι οι νεαροί ένοικοι. Ο Σαράν Ελ – Μπεϊρί, εντεταλμένος αρχιλογιστής στα υφαντουργεία της Αλεξάνδρειας, ο Χόσνι Αλάμ, γιος γαιοκτημόνων που επιθυμεί να αποκτήσει μια επιχείρηση και ο Μανσούρ Μπαΐ, εκφωνητής στη ραδιοφωνία της Αλεξάνδρειας. Ανάμεσα σε αυτούς στέκει αγέρωχη η υπηρέτρια, η Ζοχρά.

Μέσα από τα μάτια αυτών των ατόμων – που οι μεν προσπαθούν να ζήσουν τα εναπομείναντα χρόνια τους όσο πιο ήρεμα και καλά μπορούν και οι δε, είτε αγωνίζονται να κρύψουν τα μυστικά τους, είτε να γλυτώσουν από όσα ή όσους τους καταδιώκουν και να κατακτήσουν το μέλλον τους – ο Ναγκίμπ Μαχφούζ αποτυπώνει στο πόνημά του «Μιραμάρ» τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην Αλεξάνδρεια της δεκαετίας του 1960.

Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση, από την αγγλική έκδοση, της Μαρίας Χωρεάνθη. Οι δε λεπτομέρειες για την πολιτική κατάσταση, δηλαδή το κόμμα του Ουάφντ, η διακυβέρνηση της χώρας από τον Σαάντ Ζαχλούλ, το πραξικόπημα του 1923 και η Επανάσταση (όπως ονομάστηκε το πρόγραμμα κοινωνικής, εκπαιδευτικής και αγροτικής μεταρρύθμισης) κατά την οποία ανέλαβε ο συνταγματάρχης Νάσερ, διασαφηνίζονται από τον John Fowles στο εισαγωγικό σημείωμα.

Η αναφορά αυτή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για τους μη Αιγύπτιους αναγνώστες, διότι κατανοούν καλύτερα τις έννοιες και ιδίως τις αντιδράσεις των ηλικιωμένων που επηρεάστηκαν τόσο ηθικά, όσο και οικονομικά, αλλά και των νεότερων που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική.

Το έργο διακρίνεται σε κεφάλαια και οι τρεις νέοι ένοικοι, αλλά και ο Αμέρ Ουαγκντί έχουν τη δυνατότητα, μέσω της πρωτοπρόσωπης γραφής, να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους και να αποκαλύψουν όλες τις πτυχές της ιστορίας. Η ιδιαίτερη ικανότητα του Μαχφούζ να μην δίνει ποτέ την αίσθηση της επανάληψης, ακόμη κι όταν αναφέρεται σε ήδη ειπωμένα γεγονότα, είναι εξόχως αντιληπτή στο «Μιραμάρ», αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη λογοτεχνική αρετή του.

Η πόλη της Αλεξάνδρειας ζωντανεύει δίχως μακροσκελείς περιγραφές και ο παραλληλισμός της με τις καιρικές συνθήκες, την αντιπαραβάλλει με την ίδια τη ζωή που άλλοτε είναι ταραχώδης και άλλοτε γαλήνια:

«Μ’ άρεσε ο καιρός της Αλεξάνδρειας. (…) Ακόμα και οι θύελλες που ξεσπούσαν στα καλά καθούμενα με κάτι σύννεφα πυκνά, βουνά ολοσκότεινα στον ουρανό (…). Εκστατικοί ξεχύνονταν μεσ’ από τα σπλάχνα του αλλόκοτου κόσμου τους οι κεραυνοί και οι αστραπές φέρνανε με το εκτυφλωτικό τους φως ζάλη στα μάτια και ηλεκτρισμό στις φλέβες (…) κι ύστερα μια γλυκιά ηρεμία απλωνόταν στην πόλη, σκορπώντας μακριά το σκοτάδι (…)».

Ο χρόνος κυλά, όλα μεταβάλλονται και ο καθένας επιχειρεί να προσαρμοστεί αναλόγως, όπως ακριβώς η Ζοχρά που συνειδητοποιεί ότι πλέον είναι σε θέση να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να εργαστεί, να σπουδάσει και να αποτινάξει τις αναχρονιστικές και φαλλοκρατικές αντιλήψεις ότι η γυναίκα είναι υποδεέστερη και αιωνίως υποταγμένη στην ανδρική βούληση. Διαθέτει όσο πείσμα και σθένος απαιτείται για να υπερπηδήσει τις αντιξοότητες και να μην καταθέσει τα όπλα, ακόμα και όταν γίνεται η πέτρα του σκανδάλου στη μικρή πανσιόν.

Η «Μιραμάρ», που λειτουργεί αρχικά ως ένα καταφύγιο για τους ενοίκους της, καταλήγει να είναι ο χώρος που θα δοκιμάσει τις αντοχές τους, θα διαλύσει τους φόβους, τις προφάσεις, τους αντικατοπτρισμούς, θα τους οδηγήσει στην προσωπική τους πορεία και όπως δηλώνει ο Αμέρ Ουαγκντί:

«Να θυμάσαι πως εδώ μέσα δεν έχασες τον καιρό σου. Αφού είδες τι δεν είναι καλό για εσένα, σκέψου πως έμαθες με τρόπο μαγικό τι είναι πραγματικά καλό για σένα».

Και ένα έργο, θα συμπληρώναμε από την πλευρά μας, που σίγουρα δεν αποτελεί χάσιμο χρόνου για τον αναγνώστη.