από την Μάρθα Πατλάκουτζα
«Έχω τον εαυτό μου, είμαι δυνατός» βρυχήθηκε το λιοντάρι. Για μια ακόμα φορά καμάρωσε τη ρώμη του, την περήφανη χαίτη του και απόλαυσε τη μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του.
Η μικρή ποντικίνα ξεμύτισε από τη φωλιά της. Η φασαρία είχε ενοχλήσει τη γαλήνη της. Κοίταξε γύρω της και είδε την αιτία του σαματά.
«Αμάν μπρε κερχανατζή, μας ξεκούφανες!» διαμαρτυρήθηκε και του γύρισε την πλάτη. Τον είχε βαρεθεί να επιδεικνύει κάθε τρεις και λίγο την κορμοστασιά του. Όλη τη μέρα ο βασιλιάς των ζώων ασχολούταν με την πάρτη του και με τα καμώματά του. Η ποντικίνα χαμογέλασε. Ήξερε πως τα ζώα με τη μεγαλύτερη ανασφάλεια, κάνουν τον μεγαλύτερο θόρυβο.
«Όμως ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω του», είπε η σοφή λευκή κουκουβάγια που κι εκείνη είχε ξυπνήσει θέλοντας και μη.
«Τον λυπάμαι» είπε η μικρή ποντικίνα. «Είναι τόσο μόνος ο κουζουλός. Η ψυχή του υποφέρει από την ανάγκη επιβράβευσης κι επιβεβαίωσης, που ειλικρινά δεν θέλει να ξέρει πως υπάρχουν κι άλλα ζώα, πως υπάρχει χαρά στο να δίνεις και να δίνεσαι. Τον καημένο… νομίζει πως ζει. Πιστεύει πως είναι ανίκητος, αλλά με την πρώτη καταιγίδα γίνεται μούσκεμα και όλο γκρίνιες είναι. Ο χρόνος του τελειώνει και ο έρμος δεν το έχει πάρει χαμπάρι…»
«Ο εγωισμός είναι μεγάλο κλουβί» συμφώνησε η κυρά κουκουβάγια και πέταξε μακριά. Είχε τόσα να δει. Ο κόσμος απλώθηκε πολύχρωμος και πολύβουος κάτω από τα διάπλατα ανοιχτά φτερά της.