από την Αναστασία Δημητροπούλου.

Τριάντα χρόνια και βάλε, παραθερίζαμε στο ίδιο νησί και το προσωπικό μου πρόγραμμα είχε πάντα την ίδια αφετηρία: στις έξι παρά δέκα έψηνα τον καθιερωμένο μου ελληνικό με ‘κείνες τις επιδέξιες φουσκάλες για τις οποίες καμάρωνα, και στο δρόμο για το μπαλκόνι ήδη ένα από τα αγαπημένα μου κουλουράκια πορτοκαλιού, κολυμπούσε ανυπεράσπιστο κάτω από τον ουρανίσκο μου. Σήμερα έχασα τη λιτανεία της αυγής, και παραλίγο να χάσω και το μυαλό μου. Δεν άκουσα τις δεκαοχτούρες να χασκογελούν κρυμμένες στα πεύκα, μόνο φωνές και βαριές κατηγορίες. Δεν είδα το πύρινο κεφάλι του ήλιου να σχίζει τη θαλασσινή μήτρα για να αντικρίσει τον κόσμο, μονάχα δυο ασφαλίτες να παίρνουν από κοντά μου ό,τι πολυτιμότερο μού είχε εμπιστευτεί η Μαρία πριν φύγει. Κόντεψαν να σπάσουν την πόρτα έτσι μανιωδώς που την κοπανούσαν.

Ο μικρός κοιμόταν. Έτρεξα να ανοίξω.

 

«Ο κύριος Ιακωβίδης;», ρώτησε ο ένας από αυτούς. Είχαν κι οι δύο σταυρωμένα τα χέρια τους μπροστά τους, αλλά ούτε που φανταζόμουν τον σταυρό, τον οποίο προόριζαν για το παιδί μου. Έγνεψα καταφατικά, κι ενώ δε θυμάμαι να τους κάλεσα μέσα, εκείνοι εισέβαλαν στο σπίτι όμοιοι με πεινασμένα όρνεα. «Υπάρχει ένταλμα σύλληψης για τον Απόστολο Ιακωβίδη, τον γιο σας. Πού βρίσκεται;», συνέχισε ψυχρά ο ίδιος αστυνομικός ανεμίζοντας στιγμιαία το επίμαχο έγγραφο. «Μα τι είναι αυτά που λέτε; Με ποιά κατηγορία;», κατάφερα να ρωτήσω με το στόμα μου να ξεραίνεται. «Της ανθρωποκτονίας», μού αποκρίθηκε. Αυτό ήταν. Τον ξύπνησα, χωρίς να καταλάβω ή να του εξηγήσω το παραμικρό, κι εκείνοι τού πέρασαν χειροπέδες λες κι ήταν ο πιο επικίνδυνος φονιάς της γης.

 

Δεν άντεξα να τον κοιτάξω κατάματα όταν τον έβαλαν στο περιπολικό, ούτε φυσικά και τους γείτονες που παρακολουθούσαν με αμείωτο ενδιαφέρον εικάζοντας διάφορα. «Με πατέρα δικηγόρο θα καθαρίσει, ακόμα κι αν έχει σκοτώσει» άκουσα έναν να λέει κι ενώ θα μπορούσα να γίνω εγώ ο δολοφόνος, μπήκα στο σπίτι, ντύθηκα και μία ώρα αργότερα βρισκόμουν στο αστυνομικό τμήμα Ζακύνθου. Εκεί αμέσως με ενημέρωσαν για τις λεπτομέρειες. Το προηγούμενο βράδυ σε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα μπαράκια του Λαγανά, ήρθαν στα χέρια δύο νεαροί άντρες για μια γυναίκα. Όταν ο μεθυσμένος Άγγλος τουρίστας προσπάθησε να την παρενοχλήσει σεξουαλικώς, ο ημεδαπός όρμησε κατά πάνω του. Λογομάχησαν έντονα και οι προσβλητικές χειρονομίες έδιναν κι έπαιρναν μέχρι που η ασφάλεια του μαγαζιού τους έδιωξε χωρίς δεύτερη σκέψη και κουβέντα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Άγγλος τουρίστας βρέθηκε νεκρός στην παραλία του Λαγανά. Οι αρχές κάνουν λόγο για άγρια σφαγή, και συνέδεσαν το θάνατό του με το περιστατικό, στο οποίο είχε λάβει μέρος ο Απόστολος και η κοπέλα του. Ζήτησα να δω το γιο μου, παρακάλεσα για την ακρίβεια. Δε με άφησαν. Προσευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μην έβαψε τα χέρια του με αίμα. Ικέτευσα το Θεό να είναι αθώος. Ήθελα τόσο πολύ να τον δω, να του μιλήσω. Να εξηγήσω εκ μέρους του σε όλους εκεί μέσα ότι το παλικάρι που είχαν μπροστά τους είχε χάσει τη μάνα του αμέσως μόλις πήρε την πρώτη του ανάσα στον κόσμο, κι ήξερε όσο κανείς τι πάει να πει θάνατος. Ο Απόστολος ήταν ένας άγγελος που φέτος θα έπαιρνε το πτυχίο του στο Πολυτεχνείο. Αυτός το παιδί επ’ ουδενί δεν είχε κλέψει τη ζωή ενός άλλου. Δεν θα συνέχεε ποτέ το ζήτημα τιμής με ‘κείνο της ηθικής, δεν θα στερούσε ουδέποτε τη χαρά μιας άλλης μάνας επειδή η δική του δεν είχε προλάβει να τη βιώσει.

 

Όταν επιτέλους τον είδα αργά το απόγευμα, έμοιαζε λες κι είχε στραγγίξει η ζωή κι η νιότη από μέσα του. Λες κι ένας μυζητήρας είχε βρεθεί εντός του κι ο ίδιος είχε απομείνει κενός κι αφυδατωμένος. Έπεσε στην αγκαλιά μου με κάποια επιφύλαξη. «Δεν έκανα τίποτα, πατέρα. Δεν τον σκότωσα εγώ», ψέλλισε ανάμεσα στους ξέφρενους λυγμούς του. «Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω τέτοιο κακό. Τσακωθήκαμε γιατί το χέρι του απλώθηκε χυδαία προς την Έλσα, μας πέταξαν έξω οι φουσκωτοί του μαγαζιού, αλλά μετά δεν τον ξαναείδα. Είχαμε πιει πολύ, μα το θυμάμαι πως πήραμε αντίθετες κατευθύνσεις. Πατέρα, με πιστεύεις;», έκλαιγε απαρηγόρητος ο γιος μου, και ο δικηγόρος που μαινόταν μέσα μου, ήξερε πως όλα ήταν μια παρεξήγηση, από την οποία όφειλα να τον γλιτώσω. Δεν έπρεπε παρόλα αυτά να του δείξω ότι για μένα ήταν ένας απλώς άσχημα μπλεγμένος άνθρωπος. Τον ανάγκασα να μου δώσει όλες τις λεπτομέρειες. Ήταν δύσκολο στην αρχή, ήταν κι εκείνος μεθυσμένος. Αλλά όχι εκτός ελέγχου, αυτό μου το τόνισε. Τον πίεσα να θυμηθεί πού πήγαν μετά. Επέμεινε ότι άφησε την Έλσα στο σπίτι της και γύρισε στο δικό μας. Ο θάνατος του Άγγλου τουρίστα εκτιμάται γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα κι εκείνος επέστρεψε στις τέσσερις και μισή. Το νομικό μου δαιμόνιο πάσχιζε να εντοπίσει το μίτο της Αριάδνης στην υπόθεση, προς το παρόν τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον του. Έμελλε να καθορίσω το χρονικό διάστημα για το οποίο θα συνεχιζόταν ο ηθικός διασυρμός του. «Λένε πως τον έσφαξες με ένα μπουκάλι», του είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. «Δεν το έκανα» έσφιξε τα δόντια του ο Απόστολος. «Αυτό θα το δούμε. Να ξέρεις ότι έτσι κι έχει φύγει αυτό το παιδί από τα χέρια σου όμως, τόσο εγώ όσο κι η μάνα σου δεν θα σε συγχωρήσουμε ποτέ.»

 

Νομίζω πως εκείνη τελικά έστειλε τον μάρτυρα για να σωθεί το μονάκριβο καμάρι της. Δυο εφιαλτικές μέρες πέρασε πίσω από τα κάγκελα, μέχρι που την τελευταία φορά που τον είδα κατάλαβα πως είχε πραγματικά αρχίσει να χάνει τα λογικά του. «Νομίζω ότι εγώ το έκανα. Εγώ τον σκότωσα, θόλωσα. Πρέπει να τον ακολούθησα, δεν ήταν δύσκολο. Με μπουκάλι είπες έγινε;» Τον παρακολουθούσα να κρατά στο χέρι του το αόρατο εργαλείο του φόνου και να κάνει βίαιες κινήσεις στον αέρα. Η αλήθεια είναι πως σκότωσε πάνω από δέκα φορές το θύμα του εκείνες τις στιγμές της παραφροσύνης του, αλλά ήταν τόσο αδέξιος, τόσο διστακτικός, που δεν πίστεψα στιγμή πως είχε εγκληματίσει. Ο άντρας που εμφανίστηκε μάς έλυσε τα χέρια. Ήταν ψαράς κι είπε ότι κατέβαινε εκείνη την ώρα στην παραλία να ανοιχτεί στη θάλασσα με το καΐκι του. Στην αρχή περίεγραψε τον δράστη ψηλό και μελαχρινό. Ακριβώς όπως ο Απόστολος. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο κι ένα τζιν. Όπως και ο Απόστολος. «Παίρνω όρκο ότι είχε ένα τατουάζ στον αριστερό καρπό. Σα βραχιόλι ή κάτι τέτοιο. Το είδα καθαρά. Ήταν και αριστερόχειρας μάλιστα. Με το αριστερό χέρι κρατούσε το σπασμένο μπουκάλι» βεβαίωσε τους αστυνομικούς, κι εκείνοι δεν είχαν παρά να τον πιστέψουν. Επέλεξαν να αφήσουν προσωρινά ελεύθερο τον Απόστολο, και όταν γυρίσαμε σπίτι, το κλάμα του θύμιζε τον κατακλυσμό του Νώε. Είχε βιώσει την πιο άσχημη εμπειρία της ζωής του, η καρδιά του θα έσπαγε.

 

Το ίδιο κόντεψε να πάθει κι η δική μου όταν μία εβδομάδα αργότερα με κάλεσαν ξανά στο αστυνομικό τμήμα. Κανείς δικηγόρος δε βρέθηκε να αναλάβει τον άντρα με το τατουάζ. Ήταν ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι επτά. Είχε στο βλέμμα του την ενοχή. Είχε στο αίμα του ίχνη από το ξένο. Είχε τουλάχιστον το θάρρος να αναλάβει τον φόνο, καθώς όλες οι κατηγορίες έσφιγγαν ως δεσμευτικός κλοιός γύρω από το κορμί του. Μου ζήτησε να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Μου ζήτησε να μη μείνει για πάντα στη φυλακή. Μου ζήτησε να καταλάβω πώς ένιωσε σαν είδε τον Άγγλο να ρίχνει πέτρες και να σπάει τις τζαμαρίες στο μίνι μάρκετ του, τη μοναδική του περιουσία. Τον κυνήγησε, τού πηρε από τα χέρια το άδειο μπουκάλι της μπύρας. Το χτύπησε μια φορά στο έδαφος για να βγάλει νύχια το γυαλί, και ούτε που θυμάται πόσες φορές τα έμπηξε στα ζωτικά του όργανα. Μου ζήτησε να καταλάβω. Μπορούσα όμως;

 

Το ίδιο μου ζήτησαν κι οι γονείς αυτού του παιδιού που ήρθαν από το Σέφιλντ αμέσως μόλις έμαθαν τα δυσάρεστα νέα. Έφυγε από τη ζωή τόσο επιπόλαια. Έφυγε για το τίποτα. Έφυγε κι άφησε πίσω του τον δίδυμο αδελφό του να στοιχειώνει με την ομοιότητά τους κάθε ματιά που έριχνε στον αληθινό φονιά. Έφυγα κι εγώ από το νησί, κι έχω είκοσι χρόνια να πατήσω το πόδι μου εκεί. Ο Ζακυνθινός εξέτισε για επτά χρόνια την ποινή του στις φυλακές Αγίου Στεφάνου και τώρα μετανιώνει για όλη του τη ζωή.

Μια οικογένεια δεν ξαναγέλασε έκτοτε κι εγώ κάθε φορά που αντικρίζω το γιο μου, σιχτιρίζω τον εαυτό μου που έστω για ένα δευτερόλεπτο τον θεώρησα δολοφόνο. Ποιός μπορεί στ’ αλήθεια να λύσει τον κόμπο της απύθμενης θλίψης σε τόσες καρδιές;