από την Άρια Σωκράτους.
Ο πολυπράγμων σκηνοθέτης, ηθοποιός και μεταφραστής Νότης Παρασκευόπουλος έχει επιτελέσει επιτυχώς πολλαπλές και ιδιαίτερα απαιτητικές καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Είναι ο ιδρυτής της ομάδας θεάτρου Seven Eleven μαζί με την ηθοποιό Κωνσταντίνα Μαλτέζου, έχει σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει στις κωμωδίες «Ραντεβού στα Τυφλά» σε κείμενο του ίδιου, «Το Παιχνίδι του Έρωτα και της Τύχης» του Μαριβώ, «Ο Κύκλος του Έρωτα» του Άρθουρ Σνίτσλερ, η «Δωδέκατη Νύχτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και «Το σακάκι που βελάζει» του Στανισλάβ Στρατίεβ. Παράλληλα με την σκηνοθεσία, έχει μεταφράσει για το θέατρο έργα των Μπιν, Μαριβώ, Σνίτσλερ, Κάλεν, Σαίξπηρ και Στρατίεβ. Πρόσφατα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Βακχικόν για την έκδοση των μεταφράσεών του και εκτός θεάτρου, έχει αναπτύξει και πραγματοποιεί ένα πρόγραμμα υποστήριξης και ψυχαγωγίας ευπαθών ομάδων με ομάδα κύριου ενδιαφέροντος τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Παράλληλα συνεργάζεται και με το γραφείο του ψυχοθεραπευτή Πάτροκλου Παπαδάκη, όπου πραγματοποιεί ψυχοεκπαίδευση στο public speaking, που απευθύνεται σε όσους επιθυμούν να βελτιώσουν μέσα από την θεατρική πράξη την παρουσία τους όταν μιλούν μπροστά σε κοινό.
1. Έχετε ιδρύσει μαζί με την ηθοποιό Κωνσταντίνα Μαλτέζου την ομάδα θεάτρου SevenEleven Company. Πόσο δύσκολο είναι να διευθύνετε μια θεατρική ομάδα μέσα στην Ελλάδα της κρίσης;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο δεδομένων των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα μας. Για μας το θέατρο δεν είναι χόμπι, ζούμε από αυτό. Πρόκειται για μια δουλειά πολυδάπανη κι εμείς δεν θυσιάζουμε ποτέ την ποιότητα. Αντιθέτως, προσπαθούμε να διατηρούμε σε υψηλά επίπεδα. Έχουμε ένα τεράστιο ανταγωνισμό τουλάχιστον άλλων 1500 παραστάσεων στην Αθήνα. Είναι σαν μια βασιλόπιτα που το μεγαλύτερο μέρος της πάει στους πολλούς αλλά κάποιες φορές οι λίγοι έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν το φλουρί. Έχουμε δημιουργήσει ένα φανατικό κοινό το οποίο επιθυμεί να παρακολουθήσει τις παραστασεις μας και βέβαια προωθούμε ένα συγκεκριμένο προιόν επειδή δεν μπορούμε να προωθήσουμε τα πάντα. Η Κωνσταντίνα επιλέγει τα έργα, έχει εξαιρετικό ταλέντο στο καστ, φτιάχνει τα κοστούμια, πολλές φορές τα ράβει κιόλας η ίδια. Το ταλέντο αν δεν το καλλιεργήσεις παραμένεις με την υπεροψία ενός ταλαντούχου ανθρώπου.
2. Ο ηθοποιός την ώρα της παραστασης μπαίνει στο πνεύμα μιας άλλης προσωπικότητας. Πόσο εύκολο είναι να αποφορτιστεί και να αποτινάξει αυτή την προσωπικότητα και να επανέλθει στον εαυτό του;
Καταρχάς εγώ θέλω να το απομυθοποιήσω αυτό. Η υποκριτική σίγουρα δεν είναι πυρηνική επιστήμη. Είναι ένα πρακτικό επάγγελμα όπου γίνεται μία συμφωνία όπου εγώ θα πω μια ιστορία και εσύ θα κάτσεις να την ακούσεις. Άρα είναι μία συμφωνία άγραφη ανάμεσα στο κοινό και τον ηθοποιό. Ο ηθοποιός δεν υποδύεται ποτέ ένα άτομο που δεν είναι επειδή αποδίδει στο ρόλο και τα δικά του στοιχεία. Στις μεγάλες ερμηνείες στο θέατρο και στον κινηματογράφο, οι άνθρωποι όσο και να αλλάζουν παραμένουν δέσμιοι του εαυτού τους. Η υποκριτική προκύπτει και από τα βιώματα του ηθοποιού.
Στην Αθήνα το θέατρο μοιάζει σαν το ποδόσφαιρο όπου οι θεατές είναι όλοι προπονητές. Υπάρχει μια μερίδα κοινού που ο σκοπός της δεν είναι να επιλέξει να δει μια παράσταση και να την απολαύσει αλλά να βρει το λάθος. Το θέατρο όμως χρειάζεται το φάλτσο. Αυτή είναι η μαγεία του. Σε αντίθεση με το σινεμά που απαιτεί να δει κάτι ολοκληρωμένο, στο θέατρο απαιτεί να δει κάτι που δημιουργείται εκείνη την ώρα μπροστά του από το μηδέν. Δεν γίνεται λοιπόν να μην υπάρχουν λάθη.
3. Τα έργα που ανεβάζετε με ποιό κριτήριο τα επιλέγετε;
Τα έργα τα προτείνει η Κωνσταντίνα επειδή έχει ένα εξαιρετικό ταλέντο να οσφρίζεται τι περισσότερο έχει ανάγκη ο κόσμος να δει. Όταν μου πρότεινε να ανεβάσουμε την Δωδεκάτη Νύχτα του Σαίξπηρ εγώ ήμουν κάπως επιφυλακτικός επειδή πρόκειται για ένα κλασσικό αριστούργημα. Αφού είχαμε διαβάσει 40 έργα τελικά καταλήξαμε πως αυτό το έργο ήταν το ιδανικό. Περισσότερο η επιλογή ενός έργου είναι η ανάγκη διότι το θέατρο είναι μια ψυχική ανάγκη. Όλα τα έργα που ανεβάσαμε προκύψαν από μια ανάγκη να εκφραστούμε και να πολιτικοποιηθούμε μέσα από το θέατρο. Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από τη συγγραφή του έργου «Το σακάκι που βελάζει» το οποίο ανεβάσαμε τον χειμώνα και θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά. Η Πρεσβεία της Βουλγαρίας ήταν χορηγός επικοινωνίας και αυτό είναι πολύ σημαντικό επειδή μια πρεσβεία ελέγχει την ποιότητα της δουλειάς και την πιστότητα του κειμένου.
4. Έχετε αναλάβει μια πρωτοβουλία πολύ σημαντική για την υποστήριξη ευπαθών ομάδων. Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’αυτό;
Υπάρχει ένας χώρος τέχνης στο Μοναστηράκι που λέγεται Βρυσάκι και η εταιρία η οποία το διαχειρίζεται ονομάζεται Σύνθεσις. Αυτή η εταιρία συνεργαστηκε με ένα κοινωφελές ίδρυμα το οποίο λέγεται ΤΙΜΑ και δραστηριοποιείται στην κοινωνική αναβάθμιση και της βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων τρίτης ηλικίας ήθελε μια πρωτότυπη δράση. Επιλεχθήκαμε ανάμεσα σε 300 ομάδες για να εκπαιδευτούμε σε αυτό το καινούριο μοντέλο ψυχαγωγίας. Μας εκπαίδευσαν από τη Μεγάλη Βρετανία και προσαρμόσαμε την κεντρική ιδέα της εκπαίδευσης στο ελληνικό ταμπεραμέντο. Είχαμε κάνει περιοδεία σε δεκαπέντε οίκους ευηγερίας διαφόρων περιοχών απευθυνόμενοι σε ανθρώπους με ανοικές διαταραχές. Αποκτήσαμε εμπειρία και αποφασίσαμε ότι το επόμενο βήμα που έπρεπε να γίνει ήταν να αναλάβουμε ένα συγκεκριμένο γηροκομείο για να δούμε πως αυτό λειτουργεί μακροπρόθεσμα. Αυτή τη στιγμή έχουμε συμπληρώσει 13 μήνες στην κοινωνική μέριμνα του Μοσχάτου με 2-3 επισκέψεις εβδομαδιαίως όπου ψυχαγωγούμε τους ανθρώπους διαδραστικά. ΟΙ άνθρωποι οι ίδιοι επιλέγουν τη ψυχαγωγία τους. Η τρίτη ηλικία έχει δικαίωμα στο όειρο και στη ζωή και οφείλουμε να είμαστε δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους.
5. Έχετε ποτέ σκεφτεί το ενδεχόμενο να ζήσετε και να δημιουργήσετε σε μια ξένη χώρα;
Το θέατρο, σε αντίθεση με άλλες τέχνες όπως ο χορός, η ζωγραφική, η γλυπτική έχει γλωσσικά δεσμά. Παρόλα αυτά, ως τέχνη, έχει μια πλαστικότητα κι έναν κώδικα, που μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε κουλτούρα. Είναι σαφώς επιθυμία μου να μου έχω την δυνατότητα να ταξιδέψω την θεατρική μου οπτική και τις γνώσεις μου πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, μεταφέροντας – αν μπορώ να το θέσω κατ’ αυτόν τον τρόπο – την ελληνική θεατρική και πολιτιστική κουλτούρα του σήμερα, ανταλλάσσοντας απόψεις και μαθαίνοντας από τους καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό. Όταν αποφασίσω να κάνω ένα τέτοιο βήμα, είμαι βέβαιος πως η ελληνική ομογένεια – με δυναμική παρουσία σε κάθε χώρα – θα σταθεί αρωγός στην προσπάθεια αυτή και θα έχει, όπως και το ελληνικό κοινό, την επιθυμία να γνωρίσει και εκείνη με τη σειρά της τη δουλειά μας.
Πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Εθνικού Κήρυκα Νέας Υόρκης