από την Αναστασία Δημητροπούλου.
Αν ανακάλυψα κάτι σήμερα, αυτή είναι η αδυναμία μου να κοιτάζω κάποιους ανθρώπους στα μάτια. Εσύ, να ξέρεις, με βοήθησες να αντιληφθώ τούτη τη λιπόψυχη πλευρά του εαυτού μου. Δεν σου θυμώνω που με ξεμπρόστιασες, αλλά είναι δικαίωμά μου, πιστεύω, να μην εννοώ να συνειδητοποιήσω κάποια πράγματα από όσα μου εμπιστεύθηκες. Μου τηλεφώνησες στις έντεκα και μισή με ‘κείνη την αστεία σου φωνή, για την οποία σε πειράζουν όλοι στην παρέα. Πρόκειται για μια βαριά φωνή που δύσκολα συναντάει κανείς σε γυναίκα και που δε θα μπορούσα να μπερδέψω με καμία άλλη στον κόσμο. Όταν στο λέω, χαμογελάς κι ανάβεις περήφανη τσιγάρο λες κι είναι προσωπικά σου κατορθώματα ο τόνος κι η χροιά της. «Πάλι τσιγάρο, ρε Μελίνα; Κάνε και λίγο κράτει», σού πετώ μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Κάποτε μου είχες πει ότι το άρχισες στα δεκαπέντε σου, αμφιταλαντευόμουν για να σε πιστέψω. Τον τελευταίο καιρό, πάντως, το έχεις παρακάνει. Έλα, παραδέξου το. Ανάβεις το ένα μετά το άλλο, σα να περιμένεις από στιγμή σε στιγμή ληστές που εποφθαλμιούν στο πακέτο σου.
Σε νοιάζομαι, πώς να το κάνουμε;
Δώσαμε ραντεβού για τις δώδεκα στο αγαπημένο σου. Δεν ήταν στ’ αλήθεια το αγαπημένο σου, αλλά το έχεις παρομοιάσει εύστοχα με γωνιακή φωλιά παλαβών και ματαιόδοξων ανθρώπων, τους οποίους αρέσκεσαι απροκάλυπτα να κοροϊδεύεις. Άφησα τη μηχανή μου στο πεζοδρόμιο επί της Πανεπιστημίου. Πίσω μου το πολυκατάστημα έμοιαζε κλασικά με πολύβουο μελίσσι. Ήμουν βέβαιος ότι είχα φτάσει πρώτος, το είχα συνήθεια άλλωστε. Ο καιρός ήταν καλός. Μάιος είχε μπει. Ούτε πολύ κρύο, ούτε και αφόρητη ζέστη. Θα έπιανα ένα τραπέζι κάτω από εκείνα τα δέντρα των οποίων δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να μάθω το όνομα, αλλά η μυρωδιά τους εμένα μού θυμίζει την αποφορά μισάνοιχτου στόματος με χαλασμένο δόντι. Όποτε σου παραπονιόμουν, η μπάσα φωνή σου έδινε ρεσιτάλ χλεύης. «Να κι οι ποιητικοί παραλληλισμοί!» κάγχαζες κι έκοβες ένα φυλλαράκι, το οποίο προσποιούσουν ότι μύριζες μετά περισσής απόλαυσης. «Είσαι τελείως τρελή», κατέληγα εγώ χωρίς την παραμικρή αμφιβολία.
Σε βρήκα να μου γνέφεις. Είχα πάνω από μήνα να σε δω. Δεν έβγαινες πολύ. Σε όλους έλεγες ότι είχες πολλή δουλειά. Αρχιτέκτων και πολλή δουλειά εν μέσω οικονομικής κρίσης δεν πάνε μαζί, Μελίνα. Όλοι το ξέρουν αυτό, αλλά για κάποιο λόγο κανείς δε βρέθηκε να ξεσκεπάσει τον λάκκο στη φάβα. Σηκώθηκες από τη θέση σου μόλις με είδες, κι έπεσες στην αγκαλιά μου χασκογελώντας σαν παιδί. Ένα παιδί που σε μια στιγμή τάραξε με τον αυθορμητισμό του τις comme il faut συζητήσεις των άλλων πελατών, και τους ανάγκασε να στρέψουν τα καλοχτενισμένα τους κεφάλια αποδοκιμαστικά προς το μέρος μας. Σε παρατήρησα καλύτερα μόνο σαν επέστρεψες στη θέση σου. «Κουρεύτηκες;» σε ρώτησα.
Οι ξανθές μπουκλίτσες δεν ξαπόσταιναν πια πάνω στους ώμους σου. Τα ποδαράκια τους έμοιαζαν να αιωρούνται τουλάχιστον δύο δάχτυλα απ’ αυτούς. «Προσωρινό είναι, φίλε μου! Θα αλλάζω κάθε μέρα από εδώ και στο εξής» απάντησες χωρίς να χάσεις καμία από τις νότες του γάργαρου γέλιου σου. Δεν κατάλαβα τι εννοούσες, απλώς χαιρόμουν τόσο πολύ που σε έβλεπα. Μου είχες λείψει, Μέλινα, και στο ομολόγησα. Δεν ανταποκρίθηκες με σοβαρότητα στην δήλωσή μου. Έπιασες να σχολιάζεις το ζευγάρι των Γάλλων που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι. «Ναι, φάτε σούσι! Είχατε και στο χωριό σας!» Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δικά μου γέλια, ούτε όμως και να μην προσέξω την ασυνήθιστη ωχρότητα του προσώπου σου, όταν κρύφτηκε ο ήλιος ξαφνικά πίσω από μια αρμαθιά σύννεφα. Δεν σου είπα τίποτα, έκρινα πως ίσως να ακουγόταν αδιάκριτη μια διαπίστωση σαν κι αυτή.
Αρκέστηκα να σου λέω τα νέα μου πίνοντας το καπουτσίνο μου. Άκουγες με προσοχή, αλλά περιστασιακά έκανες μερικούς γελοίους μορφασμούς στο ζευγάρι των Γάλλων που μετά από το ασιατικό φαγητό τους, παρήγγειλαν δύο εξεζητημένα ροφήματα λουσμένα από σοκολάτα και τριμμένο μπισκότο. «Κάτσε να πιουν την πρώτη γουλιά», μου είπες ενώ τους κατασκόπευες με γερακίσιο βλέμμα. «Γιατί, τι θα γίνει μετά;» απόρησα. «Κάτσε, μη βιάζεσαι» επέμεινες εσύ δαγκώνοντας το καλαμάκι της βυσσινάδας σου. Οι Γάλλοι λες και σε άκουσαν. Έπεσαν εν ριπή οφθαλμού στα κολασμένα ροφήματά τους, και εσύ γύρισες σε μένα. Έγειρες κάπως συνωμοτικά το κεφάλι σου κοντά μου. «Έχω μια μπάλα του πινγκ πονγκ ακριβώς εδώ», μού είπες και μου έδειξες το θώρακά σου. «Θα σοβαρευτείς ποτέ, παιδί μου;» σε πείραξα. «Είπα να στο πω ποιητικά, αλλά δεν έπιασε. Ε να, είχα κάτι ενοχλήσεις πριν λίγο καιρό κι έκανα μερικές εξετάσεις. Η αξονική έδειξε μια σκιά στους πνεύμονες» μού έλυσες εντελώς ψύχραιμα την απορία. Στραβοκατάπια κι άρχισα να βήχω μανιωδώς. Με χτύπησες στην πλάτη.
«Έκανα την πρώτη ακτινοβολία την προηγούμενη εβδομάδα», συμπλήρωσες με μια πραότητα που άρχισε να με εκνευρίζει. Τα μάτια μου υγράνθηκαν. Μετατοπίστηκαν από το χλομό πρόσωπό σου. «Είναι καρκίνος; Αυτό θες να μου πεις;» συλλάβισα έχοντας ανατριχιάσει ολόκληρος. «Τι άλλο μπορεί να είναι;» μειδίασες. «Αχ, ρε Μελίνα! Γιατί δεν είπες νωρίτερα τίποτα; Γιατί το περνάς μόνη σου;» γκρίνιαξα, αλλά νομίζω ότι είχα κάθε δικαίωμα να το κάνω. Σε ξέρω πέντε χρόνια, αλλά κάνουμε στενή παρέα. Εγώ μεσίτης, εσύ αρχιτέκτονας. Δεν θέλουν και πολύ οι άνθρωποι για να συνεργαστούν. Εδώ και πέντε χρόνια λέμε τα πάντα ο ένας στον άλλον. Εγώ σου μιλώ για μια σχέση που με ταλαιπώρησε πριν χαθεί, και εσύ για τους άντρες που πηγαινοέρχονται πού και πού στη ζωή σου χωρίς σου κινούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είμαστε μόνο 38, Μελίνα. Πώς γίνεται να έρχεσαι την πέμπτη μέρα του Μάη και να μου ξεφουρνίζεις ότι έχεις καρκίνο; «Θα θεραπευτώ, Ορέστη. Είμαι γερός οργανισμός. Μου το αναγνώρισε ο γιατρός μου αυτό. Μου είπε να μην αλλάξω τίποτα από το πρόγραμμά μου. Να συνεχίσω μέχρι και ποδήλατο να κάνω.»
Πώς κάνει κανείς ποδήλατο όταν καλπάζει το σαράκι εντός του; Σε ρώτησα για τα μαλλιά σου. Μου είπες πως τα αραίωσες γιατί θες να συνηθίσεις στην ιδέα πως θα τα χάσεις προσωρινά. Σε ρώτησα αν τρως καλά. Μου είπες πως δεν έχεις πολλή όρεξη. Σε επέπληξα που συνεχίζεις να καπνίζεις. Από το ένα αυτί σού μπήκε και από το άλλο σού βγήκε. «Χθες είχα πάει να πληρώσω την ΔΕΗ και η ουρά έβγαινε μέχρι έξω. Έρχεται λοιπόν ένας εξυπνάκιας κι ήθελε να περάσει πρώτος. Τον βοήθησε ένας υπάλληλος μάλιστα να ελιχθεί. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει. Πετάχτηκα κι εγώ» μου είπες. Κούνησα το κεφάλι μου. Τα αυτιά μου βούιζαν. «Κάντε ένα καλό ρε παιδιά, αφήστε με να περάσω. Έχω ορθοστατική υπόταση. Δε με βαστούν τα πόδια μου», είπε με ύφος ζητιάνου ο εξυπνάκιας. «Τι να πούμε κι εμείς που έχουμε καρκίνο, φίλε» ούρλιαξες εσύ. Αλήθεια Μελίνα, φώναξες τέτοιο πράγμα; «Οι φωνές σίγησαν μεμιάς. Και οι ματιές καρφώθηκαν όλες πάνω μου», μού παραδέχτηκες. Σε άκουγα νομίζοντας πως έχω βγει από το κορμί μου. Σε κοίταζα χωρίς όμως να εστιάζω πουθενά πάνω στο πρόσωπό σου. Γέλασες. Πού το έβρισκες το θάρρος; Στη θέση σου θα είχα λυγίσει. Ήμουν σίγουρος πως έτσι και σηκωνόμουν από την καρέκλα, θα λιποθυμούσα. Δεν σ’ άφησα να αστειευτείς για τίποτα. Σε έκλεισα στην αγκαλιά μου. Σαν πουλάκι κούρνιασες και μόνο τότε άρχισες να κλαις με λυγμούς. Αίφνης ο κόσμος μίκρυνε. Εξαφανίστηκε. Έπεσε με φόρα πάνω του εκείνη η μπάλα που έχεις στο στέρνο σου και τον κατατρόπωσε. Δεν είπα λέξη για όσα κρατούσα κρυμμένα μέσα μου.
Το ίδιο βράδυ βγήκα στο μπαλκόνι μου. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά μού προσφέρει ηρεμία. Βλέπει την Ακρόπολη. Μέτρησα του ουρανού τα αστέρια. Μού βγήκε ένας μονός αριθμός. Σιχαίνομαι τους μονούς αριθμούς. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συνδύασα τούτο το μισητό εννιά με το χρόνο που σού απέμενε. Δεν περίμενα τίποτα παραπάνω. Άρπαξα τα κλειδιά της μηχανής κι έσπευσα ως το σπίτι σου. Άργησες να μου ανοίξεις. Όταν το έκανες, με κατσάδιασες. «Κι αν εγώ ήμουν με πρόσωπο τώρα; Δεν θα μου κατέστρεφες ένα ερωτικό βράδυ, Ορέστη;» με ρώτησες ανασηκώνοντας το φρύδι σου. «Μελίνα, σ’ αγαπώ. Και δεν έχει να κάνει με όσα μου είπες σήμερα», φανέρωσα σε αγχωμένο τόνο. Είχες τα χάλια σου. Ήσουν κίτρινη, απεριποίητη. Ήσουν στα πρόθυρα εσωτερικής κι εξωτερικής κατάρρευσης μα εγώ σ’ αγαπούσα, και θα το θυμόσουν για πάντα αυτό.
«Ένας καρκίνος μας πάντρεψε» μού αρπάζεις το μικρόφωνο μέσα από τα χέρια μετά από πέντε χρόνια. «Καλώς ορίσατε στο πάρτυ του γάμου μας, αγαπημένοι μου φίλοι. Διασκεδάστε μαζί μας! Διασκεδάστε γιατί η ζωή είναι μικρή και μπορεί να φύγετε από αυτήν διερωτώμενοι πού στο καλό την σκορπίσατε. Διασκεδάστε και πάνω από όλα, να την προσέχετε τη ζωή σας. Να την αγαπάτε. Κάθε σας μέρα να είναι γεμάτη χρώμα και ευγνωμοσύνη.» Σε παρακολουθώ που μοιάζεις με ξανθιά πριγκίπισσα μέσα στο νυφικό σου. Δεν έχω λόγια μέσα στο στόμα μου για να συμπληρώσω το παραμικρό. Μου φτάνει η απολύτως υγιής εικόνα σου, Μελίνα. Με τα μακριά μαλλιά σου, την ανάσα απαλλαγμένη από το τσιγάρο και το στέρνο σου εξαγνισμένο από τα στοιχειά του παρελθόντος. Κάποτε μού δώρισαν μια ευχή. Ζήτησα να γίνεις καλά. Και να, που έπιασε.