Από τη Νίτσα Μανωλά
Θυμάμαι κάποια χρόνια…
Τότε, που ήταν όλα τόσο απλά και όμορφα. Τόσο αθώα.
Τότε, που οι φίλοι μιλούσαν ντόμπρα κοιτάζοντας σε μέσα στα μάτια και εννοούσαν όλα όσα έλεγαν.
Τότε, που δεν υπήρχε πονηριά ούτε ύπουλες ενέργειες και πισώπλατα μαχαιρώματα.
Τότε, που οι καρδιές των ανθρώπων ήταν ατόφιες σαν χρυσάφι και μυρωδιές από βασιλικό και μέντα απλώνονταν στον αέρα και μάγευαν τον νου.
Τότε, που η Αγάπη, η Πίστη και η Ελπίδα είχαν την τιμητική τους κάθε μέρα!
Ήταν η εποχή που οι τενεκέδες δεν έμεναν άδειοι. Ασπρίζονταν και φυτεύονταν. Φιλοξενούσαν μια ζωή. Μια μυρωδάτη, πολύχρωμη ζωή.
Τώρα… Τώρα, έχουμε καταντήσει να είμαστε εμείς οι τενεκέδες. Μα δυστυχώς δεν μπορούμε να φιλοξενήσουμε τίποτα μέσα μας πια. Είμαστε άδειοι. Και όσο πιο άδειοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερο θόρυβο κάνουμε για να ακουστούμε, για να τραβήξουμε την προσοχή και να κάνουμε την παρουσία μας αισθητή.
Δεν το ξέρετε; Οι άδειοι τενεκέδες είναι που δημιουργούν τον μεγαλύτερο θόρυβο και ακούγονται από μακριά.
Θυμάμαι… τα βράδια που μοσχοβολούσαν γιασεμί ενώ όλα τα παιδιά παίζαμε κρυφτό στις αλάνες της γειτονιάς. Ψάχναμε από τότε την ελευθερία και προσπαθούσαμε να την πιάσουμε κυνηγώντας την στα στενά σοκάκια γύρω από τις αλάνες.
Θυμάμαι…τις άπειρες συζητήσεις με τη γιαγιά που πάντα με περίμενε τις Κυριακές, με ανοιχτή την αγκαλιά και τα πεντανόστιμα κουλουράκια της σε ένα δίσκο πάνω στο τραπέζι. Εκείνα, που όσες φορές κι αν έφτιαξε η μάνα μου ποτέ δεν πέτυχε. Μόνο από τα χέρια της γιαγιάς ήταν εύγευστα και τραγανά. Μόνο εκείνη ήξερε να τα κάνει τόσο μα τόσο αρωματικά. Σωστές αναλογίες βανίλιας και πορτοκαλιού. Κανένα να μην επισκιάζει το άλλο. Απαραίτητα δίπλα στο δίσκο με τα κουλούρια ένα φλυτζάνι με αχνιστό γάλα.
Θύμησες…
Και η εικόνα της γιαγιάς που περιμένει υπομονετικά να πιώ το γάλα, να γευτώ τα κουλουράκια για να συζητήσουμε, ακόμα υπάρχει ζωντανή μέσα μου. Η μορφή της πλανιέται γύρω μου και μου ψιθυρίζει λόγια που θα μου έλεγε αν καθόταν ετούτη τη στιγμή απέναντι μου. Λόγια, που μόνο εκείνη ήξερε να λέει με τέτοιο τρόπο που να βγάζουν νόημα.
Γεμάτη Αγάπη και Σοφία μου περνούσε μηνύματα Ελπίδας για το παρόν και για το μέλλον.
Πόσα και πόσα δεν είπαμε και πόσες φορές με κοίταξε με τα κουρασμένα, μα πάντα σπινθηροβόλα μάτια της. Σα να ήξερε. Σα να άνοιγε τις σελίδες μου και με διάβαζε. Γνώριζε τις ανησυχίες που στροβίλιζαν στο μικρό, νεανικό μυαλουδάκι μου.
«Δεν ήμαστε όλοι ίδιοι κοκόνα μου» έλεγε «τα δάχτυλα σου κοίταξε και δες… όλα διαφορετικά. Το καθένα όμως έχει τη δική του λειτουργία και χάρη. Όλα για κάποιο σκοπό μας τα έδωσε ο Θεός. Κάπου μας εξυπηρετούν. Ετσά κι οι ανθρώποι. Ούλοι διαφορετικοί ήμαστε μα ούλοι έχουμε τα καλά μας».
Την κοιτούσα με απορία. Μόνο το καλό έβλεπε πάντα η γιαγιά. Όλοι, για ‘κείνη είχαν μια λάμψη μέσα τους. Ένα φως!
Πως ένας άνθρωπος που με πλήγωσε και με πόνεσε να είναι καλός; Πως εγώ μπορώ να δω το καλό που υπάρχει πίσω από την όποια πράξη του; Και όταν με παράπονο εξέφρασα τις απορίες του ‘’πως’’ και του ‘’γιατί’’ εκείνη χαμογελούσε πράα και έλεγε: « Στη ζωή τούτη κόρη μου, θα συναντήσεις λογιών λογιών ανθρώπους. Μάθε να τους διαβάζεις, κοκόνα μου. Μάθε να τους ξεχωρίζεις. Κομμάτια της ψυχής σου μην τους αφήνεις όλους να δουν. Μονάχα εκείνους που έχουν αποδείξει πως το αξίζουν».
Εγώ ρουφούσα το ζεστό μου γάλα ακούγοντας την προσεκτικά χωρίς όμως να καταλαβαίνω τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελε να μου πει. Κοριτσάκι βλέπετε, μικρό και άμυαλο.
Θύμησες ζεστές … σαν το γάλα το αχνιστό που μου σερβίριζε τα Κυριακάτικα πρωινά.
«Σοφή γιαγιά» σκέφτομαι χρόνια αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν η γιαγιά δεν είναι πια εδώ, κοντά μου, και σηκώνοντας τα μάτια μου στον ουρανό της ψιθυρίζω «πόσο δίκιο είχες…»
Τους γνώρισα τους λογιών λογιών ανθρώπους. Εκείνους, για τους οποίους μου είχες μιλήσει. Δεν πρόσεξα όμως, όπως με είχες συμβουλέψει. Γυμνή η ψυχή μου τους συνάντησε. Χωρίς προφυλάξεις. Ξυπόλητη περπάτησα σε κοφτερά βράχια και γδάρθηκα. Μάτωσα.
Τώρα, όμως, κατάλαβα. Τώρα ξέρω. Όλα όσα μου είπες. Όλα όσα μου δίδαξες. Όλα όσα ένιωσα και βίωσα μέσα από τις ιστορίες σου.
Ήθελες να προλάβεις… Τον πόνο που θα προκαλούσαν τα συναισθήματα σαν γρατζουνιές θα γέμιζε η ψυχή. Την πικρή απογοήτευση που θα γεύονταν τα χείλη μου.
Μα δεν μπορώ να τ’ αποφύγω αυτά γιαγιά… Δεν μπορώ να τα σταματήσω.
Θύμησες και μυρωδιές ανακατεύτηκαν. Βασιλικός και μέντα εντός μου να καταλαμβάνουν το μυαλό και να το μουδιάζουν.
«Πίσω εσύ! Εκεί να μείνεις. Στα αθώα χρόνια της γιαγιάς. Με το αχνιστό γάλα και τα κουλουράκια βανίλιας» του φωνάζω καθώς πάει λίγο να ξεφύγει. «Να έχεις πάντα φυλαχτό ότι σου δίδαξε… Να αγαπάς, να πιστεύεις και να ελπίζεις… ακόμα κι όταν όλα φαίνονται πως καταρρέουν… ακόμα κι όταν οι άνθρωποι σε απογοητεύουν».
Του βάζω χαλινάρι και το επαναφέρω. Εκεί που το θέλει η καρδιά και όχι εκεί που θέλει να με κατευθύνει το ίδιο.