Γράφει ο Ερμής:
Έχει βραδιάσει και καθώς τα πουλιά του κήπου μας κουρνιάζουν στις φωλιές τους, ο Ζέφυρος μού διηγείται μια παλιά ιστορία.
«Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που γνώρισα την Φιοράλια κι όμως αυτές τις ημέρες η εικόνα της επανέρχεται διαρκώς μπροστά μου.
Η Φιοράλια ζούσε σε μια μικρή πόλη, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν υπέρμαχοι του ορθολογισμού και πολέμιοι της φαντασίας. Σκέψου λοιπόν Ερμή, πόσο δύσκολη ήταν η ζωή της σε αυτήν την κοινότητα, όταν η ίδια λάτρευε να πλάθει παραμύθια. Όχι μόνο δεν μπορούσε να τα αφηγηθεί σε κανέναν, αλλά επιπλέον την κορόιδευαν όλοι για τους παραλογισμούς της.
Απογοητευμένη και πικραμένη, η Φιοράλια έβρισκε καταφύγιο στην παραλία, όπου διηγιόταν τις ιστορίες της σ’ έναν αόρατο και ανύπαρκτο ακροατή. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε, γιατί στην πραγματικότητα, τα αφηγήματά της ήταν τόσο όμορφα, που όλα τα στοιχεία της Φύσης συγκεντρώνονταν για να την ακούσουν.
Τα πουλιά κούρνιαζαν στους βράχους, τα ψαράκια εγκατέλειπαν τον βυθό και έβγαζαν τα κεφαλάκια τους στην επιφάνεια, η θάλασσα γαλήνευε και ο Αγέρας σταματούσε το βουητό του.
Με το πέρασμα του χρόνου, ένας άρρηκτος δεσμός ένωσε την Φιοράλια και τους πιστούς ακροατές της και μέσω της ιδιότυπης αυτής σχέσης ηρεμούσαν και χαίρονταν.
Έφθασε όμως κάποτε η στιγμή που όλα ανετράπησαν, λες και κάποιος ζήλεψε την ευτυχία τους.
Η Φιοράλια έγινε στόχος των σχολίων μιας κακεντρεχούς και πικρόχολης θείας της που την θεωρούσε όνειδος της οικογένειάς τους. Παρακινημένοι από τη στάση της, οι συμπολίτες της Φιοράλιας άρχισαν να την αποκαλούν τρελή και την απόδιωχναν από κοντά τους.
Η μικρή μας ηρωίδα υπέφερε και αδυνατούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Δίχως καμιά υποστήριξη, αναγκάστηκε να φύγει και να βρει καταφύγιο στην αγαπημένη της παραλία. Τώρα πια όμως δεν ξέφευγε από τα προβλήματά της λέγοντας ιστορίες, παρά μόνο καθόταν και έκλαιγε βουβά.
Η Μητέρα Φύση λυπόταν για εκείνη. «Είναι άδικο», σκεφτόταν να βασανίζεται κάποιος, επειδή έχει ένα χάρισμα που οι άλλοι δεν κατανοούν ή δεν αποδέχονται γιατί ζηλεύουν».
Αποφάσισε επομένως να αποδώσει δικαιοσύνη και γι’ αυτό κάλεσε τα παιδιά της κι έδωσε τις εντολές της. Τα ψάρια κρύφτηκαν βαθιά στον ωκεανό, τα πουλιά πέταξαν μακριά και τα λουλούδια χώθηκαν στο χώμα. Όταν πλέον όλα ήταν προστατευμένα, ο Αγέρας άρχισε να φυσά τόσο δυνατά που τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να σταθεί στη θέση του. Τα κτίρια κατέρρευσαν, οι βάρκες τσάκισαν επάνω στα βράχια, οι σοδειές καταστράφηκαν και η σκόνη σκέπασε ανθρώπους και ερείπια, ενώ ο Αγέρας άρπαξε στην αγκαλιά του τη θάλασσα και χόρεψαν μαζί πάνω από την κατεστραμμένη πόλη, ξεπλένοντας την καταστροφή και συνάμα όλες τις λασπωμένες και μισαλλόδοξες αντιλήψεις».
«Και η Φιοράλια, Ζέφυρε τι απέγινε;» ρώτησα, όντας περίεργος για την τύχη της.
«Εκείνη ζει ακόμη Ερμή, αλλά στον δικό μας κόσμο, αφού η Μητέρα Φύση την κάλεσε κοντά της για να απαλύνει το άλγος της, μακριά από μια μικρόψυχη και εγωιστική κοινωνία που δεν αντιλαμβάνεται την οδύνη, παρά μόνο αν την νιώσει η ίδια».
Συνταγή της Αμβροσίας: Εισβολή στο κόκκινο
Υλικά:
10 μικρές στρόγγυλες ντοματούλες
2 αυγά
Ζαμπόν (ψιλοκομμένο)
Άσπρο πιπέρι
Τριμμένο κίτρινο τυρί (ρεγκάτο και πεκορίνο)
Εκτέλεση:
Σ’ ένα μπολ χτυπάμε τα αυγά και προσθέτουμε το ζαμπόν, το πιπέρι και το τυρί.
Κόβουμε το επάνω μέρος από τις ντοματούλες και αδειάζουμε το εσωτερικό τους, ώστε να μοιάζουν με μικρές κούπες. Τις τοποθετούμε σ’ ένα πυρέξ, που έχουμε λαδώσει ελαφρά. Γεμίζουμε το εσωτερικό από τις ντομάτες με το μίγμα και καλύπτουμε με τριμμένο κίτρινο τυρί και κόκκους κόκκινου και πράσινου πιπεριού. Βάζουμε το πυρέξ στον φούρνο και ψήνουμε , περίπου για 10΄- 15΄.