Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 411 π. Χ. ο Αριστοφάνης έγραψε τη «Λυσιστράτη». Το 1662 ο Μολιέρος δημοσίευσε το «Σχολείο Γυναικών». Το 1789 οι πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης έθεσαν το ζήτημα της ισότητας και το 1865 ξεκίνησαν να εμφανίζονται στη Μεγάλη Βρετανία οι πρώτες σουφραζέτες.

Κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω με τη μονόπρακτη κωμωδία «Η Αποικία» του Πιέρ Καρλέ ντε Σαμπλαίν ντε Μαριβώ είναι ο ρόλος των γυναικών στην κοινωνία και η βαθύτερη επιθυμία τους να βελτιώσουν το καθημερινό τους γίγνεσθαι.

Όπως και στο «Νησί των Σκλάβων», ο δημιουργός δεν στηρίζεται στην ανάδειξη του ερωτικού συναισθήματος που χαρακτηρίζει συνήθως τις κωμωδίες του, αλλά επικεντρώνεται στον σχολιασμό της υποδεέστερης θέσης των γυναικών και στη χειραγώγησή τους από το θεωρούμενο ισχυρό φύλο.

Ο σύγχρονος αναγνώστης, που κατέχει ιστορική γνώση, θα έκρινε την υπόθεση της «Αποικίας» ουσιαστικά απλή και δίχως εκπλήξεις. Οι ήρωες ζουν οικειοθελώς ως εξόριστοι σ’ ένα νησί, μακριά από την πατρίδα τους που έχει κατακτηθεί από έναν εχθρικό λαό. Ενώ οι άνδρες επιχειρούν να οργανώσουν το θεσμικό πλαίσιο του νέου τόπου κατοικίας τους, οι γυναίκες συσπειρώνονται και διεκδικούν την αυτονομία τους, καθώς και τη συμμετοχή τους στα πολιτικά πεπραγμένα. Αποφασισμένες δε να «ξεφύγουν από τον γελοίο εξευτελισμό που τους επιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του κόσμου» και θεωρώντας ότι «είναι προτιμότερος ο θάνατος από το να εξακολουθήσουν να αποδέχονται τις προσβολές», δεν διστάζουν να απειλήσουν ακόμη και με κήρυξη απεργίας στον έρωτα.

Μέσω επομένως της λεκτικής αντιπαράθεσης των ηρώων, ο Γάλλος κωμωδιογράφος δράττει την ευκαιρία να τονίσει την απαξίωση του γυναικείου φύλου από το αντίστοιχο ανδρικό, αφού είναι δεδομένο ότι «(…) θα παντρεύονται ως κορίτσια, θα υπακούουν στους συζύγους τους ως γυναίκες και θα φροντίζουν το σπίτι τους». Αυτή είναι η μοίρα τους και ο μοναδικός κλήρος του πεπρωμένου τους.

Καταδικασμένες ως εκ τούτου να είναι μονίμως υποχείρια και άβουλα πιόνια των εντολών των πατέρων τους αρχικά και μετέπειτα των συζύγων τους, οι γυναίκες ξεσηκώνονται και αντιδρούν στην άδικη αυτή μεταχείριση που αδιαφορεί για τα ιδιαίτερα συναισθήματα και τις ανάγκες τους.

«(…) Είναι η γυναίκα σας που σας αγαπά και που οφείλετε να  αγαπάτε, η σύντροφός σας, η φίλη σας και όχι η υπηρέτριά σας (…)», δηλώνει ευθαρσώς η αρχηγός του συμμαχικού αυτού κινήματος που δεν ζητά τίποτα άλλο, παρά μόνο τον σεβασμό και την ελευθερία επιλογής.

Ένα αίτημα δηλαδή για το οποίο οι μελλοντικές γενιές θα πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις και θα κατορθώσουν να «ανοίξουν» τον δρόμο για την ισονομία και την ισοτιμία κάθε ανθρώπινου όντος.

Λιγότερο ριζοσπαστικός από τον Αριστοφάνη και τον Μολιέρο ή αδυνατώντας να προβλέψει πως κάποτε θα υπάρχουν γυναίκες που θα σπάσουν το φράγμα της σιωπής και θα έχουν την πυγμή να μην λυγίσουν και να προχωρήσουν ως το τέλος, ο Μαριβώ χρησιμοποιεί καταλυτικά τον φιλόσοφο Ερμοκράτη, ο οποίος τρομοκρατεί τις άπειρες επανστάτριες με την προοπτική συμμετοχής τους σ’ έναν – επινοημένο από τον ίδιο – πόλεμο και τις επαναφέρει στην τάξη.

Σε κάθε πάντως περίπτωση και είτε είναι απρόθυμος να ταράξει τα νερά της εποχής, είτε αμφισβητεί το σθένος της γυναικείας ψυχής, είτε τέλος συμβιβάζεται με την επικρατούσα κατάσταση, ο Μαριβώ προστίθεται στις συγγραφικές φωνές που προϊδεάζουν για όσα θα επακολουθήσουν και ιδίως για το κίνημα του φεμινισμού, που δεν είχε ως αφετηρία παρά τη λαχτάρα για αυτεξουσιότητα και αυτοδυναμία.