από την Μάρθα Πατλακουτζά.
Ξημέρωσε και πάλι εκείνη η μέρα που ποτέ δεν θέλω να σηκωθώ από το κρεβάτι. Με μισόκλειστα βλέφαρα ο νους παλεύει να σβήσει κάθε έγνοια.
Ονειρεύεται το άρωμα του καφέ, την πρώτη γλυκόπικρη γουλιά, το σεργιάνι στις Κυριακές του χθες.
Κυριακή, γιορτή και σχόλη να ‘ταν η βδομάδα όλη, τραγουδούσε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Σαν παιδί, ένιωθα αλλιώτικα τη γλύκα της μέρας. Ζούσα έντοντα τη φασαρία, την αναστάτωση να είμαστε όλη η οικογένεια στο σπίτι. Η μάνα να γυρνάει από την εκκλησιά με το αντίδωρο στο χέρι και ο πατέρας με το καλό του κουστούμι να γυρνά από το καφενείο. Και οι δυο αδερφές να τσακώνονται κάτω από τα παπλώματα, γιατί η σόμπα δεν είχε ζεστάνει ακόμα την κάμαρα.
Η στρόγγυλη ταινία έμπαινε στο μαγνητόφωνο που είχε φέρει η μάνα από τα χρόνια της ξενιτιάς της στη Γερμανία. Γύριζε αργά και βραχνά ακουγόταν το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το χαμηλό ποτήρι γέμιζε τσίπουρο από το χωριό και το άρωμα του σκόρπιζε στην κουζίνα. Ο πατέρας παρακολούθησε τη μάνα που μαγείρευε. Κάπου κάπου έχωνε την ξύλινη κουτάλα και η μάνα τον αγρίευε να κάτσει στ’ αυγά του.
Το τραπέζι στρωνόταν νωρίς. Ιεροτελεστία αργή, ευλαβική. Κάθε πιάτο όμορφα στολισμένο και δοκιμασμένο στον ουρανίσκο.
Ένα ατέλειωτο μμμμμ έκανε τα μουστάκια του πατέρα να χαμογελούν ευχαριστημένα.
Και τότε τα γόνατά του γέμιζαν θηλυκά, χάδια και φιλιά, ατέλειωτα.
Ήταν της Κυριακής τα χάδια… Τα πιο ζηλευτά.