Από την Ισμήνη Χαρίλα

Η έννοια του ορφανού παιδιού στην Ευρωπαϊκή δραματουργία του 19ου και 20ου αιώνα είναι σαφώς ιδιαίτερα διαδεδομένη, αφού οι συνεχείς πολεμικές συρράξεις, η φτώχεια, οι κακές συνθήκες υγιεινής, αλλά και η ανυπαρξία σύγχρονων ιατρικών μεθόδων για την αντιμετώπιση ασθενειών συντελούσαν στην αύξηση της θνησιμότητας.

Με την ιστορία λοιπόν ενός παιδιού – που έχασε τους γονείς του εξαιτίας της φυματίωσης – καταπιάνεται ο Άρτσιμπαλντ Τζόζεφ Κρόνιν στο μυθιστόρημά του «Τα Άγουρα Χρόνια» που πρωτοεμφανίστηκε το 1944.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο οχτάχρονος Ρόμπερτ Σάννον που μετακομίζει από την Ιρλανδία στο πατρικό σπίτι της μητέρας του στη Σκωτία, για να ζήσει κοντά στους παππούδες και τους προπάππους του. Αν όμως σήμερα η εικόνα ενός παιδιού, που μεγαλώνει κοντά στους ηλικιωμένους προγόνους του, παραπέμπει σε τρυφερές και γλυκές αναμνήσεις άλλων εποχών, η πραγματικότητα του μικρούλη Ρόμπερτ απέχει παρασάγγας, διότι μέσα σε μία μόνο ημέρα αναγκάζεται να μάθει ότι η επιβίωση σημαίνει αγώνα, δυσκολίες, πόνο και σκληρότητα.

«Είσαι μεγάλος άνθρωπος για να κλαις», του εξηγεί η γιαγιά του και λίγο αργότερα ο προπάππους του διευκρινίζει ότι «ένα πράγμα που αντιπαθεί είναι να καλοπιάνει τα παιδιά».

Ο Ρόμπερτ τα επόμενα χρόνια θα μεγαλώσει συνεπώς σ’ ένα μικροπρεπές περιβάλλον, όπου κάθε μέλος της ιδιότυπης αυτής οικογένειας είτε είναι θύμα, είτε αρέσκεται στην εκμετάλλευση των υπολοίπων.

Το χρήμα – ο υπέρτατος σκοπός του παππού του – εξουσιάζει κάθε κίνησή τους. Όλα έχουν ένα αντίτιμο και ο σαρανταεφτάχρονος παππούς του μικρού ήρωα δεν διατίθεται να δώσει ούτε ένα πιάτο φαγητό, ακόμη και στα παιδιά του, αν πρωτίστως δεν βεβαιωθεί ότι θα του το ξεπληρώσουν με κάποιον τρόπο.

Μέσω της εξέλιξης της πλοκής, ο Κρόνιν δράττει την ευκαιρία να θίξει σημαντικά ζητήματα, που απασχολούν και την εποχή μας, όπως το χάσμα γενεών, τον σχολικό εκφοβισμό, την απουσία ισχυρών οικογενειακών δεσμών και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία.

Ο Ρόμπερτ – εγκλωβισμένος ανάμεσα στην τσιγκουνιά του παππού του, την αδυναμία της γιαγιάς του να τον προστατεύσει, την εγωιστική διάθεση της προγιαγιάς του να τον κρατήσει υπό την εποπτεία της και την ήρεμη τάση του προπάππου του που διασπάται όμως συχνά από τη σκανδαλιστική συμπεριφορά του – προσπαθεί να βρει καταφύγιο κοντά στον Θεό και στο σημείο αυτό ο δημιουργός αναδιπλώνει την προκατάληψη και την άρνηση των ανθρώπων να αποδεχθούν τη διαφορετικότητα Πίστης και αντιλήψεων.

Ο δρόμος από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση δεν είναι επομένως διόλου στρωμένος με ροδοπέταλα για τον ήρωα, ο οποίος βιώνει όλα τα στάδια της απόρριψης, της άρνησης, του φόβου, της απογοήτευσης, της αποτυχίας και τέλος της κατάθλιψης.

«Με την αδιαφορία ενός ανθρώπου που απέτυχε να γίνει «μεγάλος» και προτιμά να είναι ένα τίποτα» αποδέχεται τη μοίρα του και παύει να αγωνίζεται, θεωρώντας ότι το αύριο δεν έχει να του προσφέρει κανένα δώρο.

Το πεπρωμένο όμως δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη και ένα μοιραίο συμβάν – ο θάνατος του προπάππου του – του χαρίζει ένα νέο όραμα ελπίδας.

Η δε μοναδικότητα του έργου συνοψίζεται κατά έναν περίεργο τρόπο σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Δηλαδή ότι η υπόθεση ξεκινά και ολοκληρώνεται με το μοιραίο γεγονός του θανάτου που ενώ στην πρώτη περίπτωση ανοίγει την πόρτα της δυστυχίας, στη δεύτερη δωρίζει το εισιτήριο της ευτυχίας.