Αρχές δεκαετίας του 1980.
Περίοδος των Χριστουγέννων και η τηλεόραση είχε εκπομπή από ένα ίδρυμα με ορφανά παιδιά.
Τα παιδιά ήταν στην ηλικία του αγοριού που, μαζί με τους γονείς του, έβλεπε την μεσημεριανή εκείνη εκπομπή.
Το αγόρι ήταν στην αρχή της εφηβείας, αλλά είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται. Τον είχε κουράσει το «παιχνίδι». Είχε κουραστεί από το παιχνίδι της ευτυχισμένης οικογένειας..
Ο μικρός λοιπόν, παρακολουθούσε την εκπομπή. Η κάμερα ήταν στην λιτή, στο όριο της φτωχικής, τραπεζαρία του ιδρύματος και το μενού ήταν φακές!
Το αγόρι δεν ήταν σίγουρο τι ήταν αυτό που ζήλεψε στην εικόνα που έβλεπε στην τηλεόραση..
Σίγουρα κάτι ζήλεψε από εκείνα τα φτωχά παιδιά! Ήθελε να είναι μαζί τους. Ήθελε να είναι στη θέση τους!
Τι κι αν το παιδί εκείνο, ζούσε σε ένα σπίτι που κάθε άλλο παρά του έλειπε το καλό και πολύ φαΐ! Ίσα ίσα!
Τα καλά και ακριβά πράγματα, δεν έλειπαν από το αγόρι, ούτε και το μπόλικο, ίσως υπερβολικό φαΐ!
Λίγο καιρό αργότερα, το αγόρι άρχισε δειλά δειλά, να ασκεί κριτική στους γονείς του, για τη γενικότερη συμπεριφορά τους μεταξύ τους και κυρίως απέναντι του. Όχι. Δεν ήταν η κλασική και χαρακτηριστική αμφισβήτηση της εφηβείας, αλλά μία γόνιμη κριτική, στηριζόμενη σε πραγματικά, χειροπιαστά επιχειρήματα..
Περιττό να αναφερθεί η απαξιωτική συμπεριφορά, τύπου «κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί» των γονιών του.
Μοναξιά!
Το αγόρι αυτό ένιωθε, τα περισσότερα χρόνια που θυμόταν τον εαυτό του. Απέραντη μοναξιά..
Το μυαλό του γύρναγε σε εκείνη τη σκηνή που είχε δει στην τηλεόραση, Το φτωχικό τραπέζι με το λιτό γεύμα. Τα συνομήλικα παιδιά με τα παλαιά και φθαρμένα ρούχα.
Μα τι τον είχε κερδίσει και ήθελε να είναι μαζί τους;!
Ώπα! Για στάσου! Νάτο, αυτό είναι!
Η αγάπη και συντροφικότητα που απέπνεαν! Αυτό ήταν!
Σε εκείνη τη σκηνή από το ίδρυμα, ήταν ολοφάνερη η αβίαστη αγάπη και πάνω απ’όλα, συντροφικότητα που «απολάμβαναν», οι παριστάμενοι σε εκείνο το τραπέζι..
Αυτή ήταν η απάντηση στο μόνιμο επιχείρημα των γονιών του «μα τι παράπονο έχεις; Δε σου λείπει τίποτα!». Αγάπη λείπει ζώα!!
Η αγάπη!
Η έλλειψη αυτής σε ένα παιδί, φέρνει απέραντη και σκληρή μοναξιά. Ένα παιδί, πολύ δύσκολα θα βρει διεξόδους.
Δεν μπορεί να φύγει από το νοσηρό περιβάλλον που ζει. Μπορεί μόνο να περιμένει, για να μεγαλώσει και να φύγει..
..και μέχρι τότε, μοναξιά! Απέραντη, σκληρή, άγρια μοναξιά..
Όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι να φύγει, το αγόρι θυμόταν τις φυσιογνωμίες των παιδιών από το ίδρυμα. Θυμόταν τα άδολα, πηγαία χαμόγελά τους. Την «οικογενειακή» τους συνύπαρξη..
Τα θυμόταν αυτά και έπαιρνε κουράγιο.
«Μην αγριεύεις», έλεγε στον εαυτό του. Υπάρχει αγάπη και θα τη βρεις..
«Κάποτε», έλεγε, «θα έρθει η ώρα, που θα αγαπηθείς πραγματικά»..
Που θα αγαπήσεις τον εαυτό σου, μέσα στη μοναξιά σου…