Γράφει ο Ερμής:

Κάθομαι στον κήπο και πίνω τον πρωινό καφέ μου, όταν θυμάμαι ξαφνικά την ιστορία που μας αφηγήθηκε χθες ο Ζέφυρος, για έναν αθώο δραπέτη.

«Οι ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν λαθραία από τον μικρό φεγγίτη, χρυσίζοντας τα ξεβαμμένα κάγκελα της πόρτας του κελιού του.

Σηκώθηκε όρθιος, πλησίασε στον τοίχο του παραθύρου και στάθηκε στις μύτες των ποδιών του, προσπαθώντας να αποτινάξει την υγρασία που νότιζε το γερασμένο κορμί του. Τριάντα χρόνια μέσα σε αυτό το κουτί περίμενε υπομονετικά το ξύπνημα της ημέρας. Στην αρχή με τη λαχτάρα ότι πλησίαζε η ώρα της ελευθερίας του και αργότερα με την ανάγκη της προσμονής για οτιδήποτε θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παρουσία της αναπνοής του.

Κάποτε πίστευε στη δικαιοσύνη και στην τιμιότητα των ανθρώπων.

«Ανόητος είσαι», του έλεγαν οι φίλοι του. «Το Σύστημα δεν υπολογίζει παρά το χρήμα και την εξουσία. Αυτά ορίζουν την κοινωνία».

Δεν τους συμμεριζόταν. Παρέμενε πιστός στα ιδανικά και τις απόψεις του. Ώσπου βρέθηκε μπλεγμένος στα δίχτυα του περίφημου αυτού συστήματος που τον άφησε να πληρώσει για ένα έγκλημα που δεν έκανε και να απαλλάξει τον αληθινό ένοχο, που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να ανακαλύψει. Κανείς δεν άκουσε την ιστορία του, κανείς δεν αναζήτησε την αθωότητά του και κανείς δεν μετάνιωσε που τον καταδίκασε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Σιγά – σιγά όλοι τον εγκατέλειψαν και τον ξέχασαν. Τριάντα χρόνια άλλωστε είναι πάρα πολλά για να σε θυμάται κάποιος που δεν υπάρχει πια στην καθημερινότητά σου. Μόνο ο ήλιος τού απέμεινε για να του υπενθυμίζει ότι ήταν ακόμα ζωντανός.

Από τον διάδρομο ακούγονταν φωνές. Έστρεψε το κεφάλι του και είδε ότι οι κρατούμενοι είχαν εξεγερθεί και ορμούσαν στους φύλακες. Κάποιος πάτησε το κουμπί και άνοιξε τις πόρτες των κελιών, προσφέροντας σε όλους δίοδο προς την έξοδο. Οι φυλακισμένοι κατευθύνονταν στο προαύλιο και εκείνος μηχανικά τους ακολούθησε.

Βρέθηκε στον ανοιχτό χώρο, που είχε κυριολεκτικά μετατραπεί  σε πεδίο μάχης με τα καπνογόνα και τη συμπλοκή ανάμεσα στους κρατούμενους και τους δεσμοφύλακες. Ουδόλως τον ένοιαζε να εμπλακεί σε αυτήν την αναταραχή, που δεν ήξερε καν γιατί ξεκίνησε.

Η προσοχή του επικεντρώθηκε στη θάλασσα και στην απουσία του φρουρού, που ήλεγχε συνήθως την περίμετρο. Δίχως να διστάσει – τι είχε εξάλλου να χάσει – βούτηξε στο νερό. Το ρεύμα ήταν δυνατό, αλλά εκείνος πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις και ύστερα από δυο ώρες έφθασε σ’ ένα μικρό νησί.

Ταλαιπωρημένος και ανήσυχος, κοίταξε γύρω του. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε στην ακτή και κανείς δεν φαινόταν στη θάλασσα. Άραγε να είχαν αντιληφθεί την απουσία του; Αδύναμος και καταπονημένος, κρύφτηκε σε μια σπηλιά και κοιμήθηκε έως το επόμενο πρωινό.

Οι ηλιαχτίδες τον ξύπνησαν, τρυπώνοντας αυτήν τη φορά όχι στο κρατητήριό του, αλλά στο νέο του καταφύγιο. Δειλά και προσεκτικά εξερεύνησε αυτόν τον ακατοίκητο και κατάφυτο παράδεισο, όπου δεν ζούσε κανείς άλλος εκτός από τα πουλιά και τα στοιχεία της Φύσης.

Ο φόβος δεν τον είχε εγκαταλείψει και δεν ήξερε πότε θα τον ανακάλυπταν και θα τον φυλάκιζαν ξανά. Άραγε θα ήταν τόσο τυχερός, ώστε να θεωρήσουν ότι πνίγηκε και να τον αφήσουν ήσυχο; Αδύνατον να απαντήσει.

Ό,τι κι αν συνέβαινε όμως, αυτό που είχε σημασία, ήταν το γεγονός πως – έστω και προσωρινά – ήταν ελεύθερος να απολαμβάνει όλα αυτά που νόμιζε χαμένα για πάντα: τον χορό με τα κύματα, το παιχνίδι στην άμμο, το νανούρισμα της Σελήνης, τη σκιά των δέντρων και ιδίως το οξυγόνο της στερημένης λύτρωσης».

Συνταγή της Αμβροσίας: Φυλακισμένη λιχουδιά

Υλικά:

10 μακρόστενες πιπεριές (κομμένες στη μέση και καθαρισμένες)

10 πανσέτες

10 μακρόστενες φέτες τυρί του τοστ

Σάλτσα ντομάτας (έτοιμη, βρασμένη)

Τυρί ροκφόρ (τριμμένο)

Εκτέλεση:

Τηγανίζουμε ελαφρά τις πιπεριές και καλά τις πανσέτες (χωρίς όμως να ξεραθούν). Τυλίγουμε τις πιπεριές, τις πανσέτες και το τυρί σε ρολάκια (φροντίζοντας οι πιπεριές να είναι στην εξωτερική πλευρά) και τα τοποθετούμε σ’ ένα ταψί. Περιχύνουμε με τη σάλτσα ντομάτας και το ροκφόρ. Ψήνουμε τα ρολάκια στον φούρνο, στους 180΄C, περίπου για 10΄. Σερβίρονται ζεστά.

Πίνακας: « The Fugitive Slave», John Adam Plimmer Houston’s 1853.