από την Άρια Σωκράτους.

Στο μυαλό μου στριφογυρίζει βασανιστικά η σκέψη πως οι μεγαλύτεροι φόβοι μας όπως και οι ελπίδες μας δεν εκτείνονται πέρα των δυνατοτήτων μας. Μπορούμε εύκολα να κυριαρχήσουμε στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες. Ένα κλικ του μυαλού μόνο χρειάζεται και θέληση. Μια υπέρτατη θέληση που εμείς οι άνθρωποι πολλές φορές αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε.

Η δύναμη της σκέψης και η κυριαρχία του μυαλού μπορεί να εξουδετερώσει ακόμα και τους πιο ακράιους φόβους μας, είχα διαβάσει κάποτε. Όμως η πόλη αυτή με πνίγει, μου αφαιρεί το οξυγόνο. Ένα μόνιμο βάρος στο στήθος μου εμποδίζει την αναπνοή. Τους ανθρώπους τους αγαπώ αλλά με τρομάζουν. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου απέφευγα τους πολυσύχναστους χώρους.

Ειδικά τότε που χάθηκα σ’εκείνο το λούνα παρκ. Ήταν Κυριακή απόγευμα θυμάμαι. Παντού έβλεπα ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους με μικρά παιδιά να πηγαινοέρχονται και να γελάνε δυνατά και ανέμελα. Χαιρόμουν πολύ, πάντοτε ήμουν κοινωνική και έκανα εύκολα φίλους. Κάποια στιγμή την προσοχή μου απέσπασε ένας κλόουν ο οποίος έκανε κόλπα ταχυδακτυλουργικά. Αγνόησα τις φωνές της μαμάς που με παρακαλούσε να φύγουμε επειδή ήταν αργά και ο μπαμπάς μας περίμενε στο σπίτι για το βραδινό δείπνο. «Τι θα πάθαινε ο μπαμπάς αν περίμενε λίγα λεπτά παραπάνω;», σκέφτηκα κι έτρεξα μακριά της αγνοώντας τις φωνές και τις υποδείξεις της. Ο χώρος ήταν γεμάτος από μικρά παιδιά με τους γονείς τους. Ξαφνικά ένιωσα μια ξαφνική ζαλάδα και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα. Οι δυνάμεις μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν κι ένα κύμα ιδρώτα άρχισε να κυλάει από το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι έγινε μετά. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως ξύπνησα στο κρεβάτι μου με τη μαμά και τον μπαμπά να μου κρατάνε το χέρι και να με κοιτάνε με λαχτάρα.

Η μαμά μου ειπε πως όταν έτρεξα μακριά της με ακολούθησε και με είδε να μπαίνω ανάμεσα σε ένα πλήθος παιδιών που φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια και τα πόδια τους με ανυπομονησία. Ξαφνικά εγώ άρχισα να πανικοβάλλομαι και να ουρλιάζω. Είχα χάσει το χρώμα μου και είχα γίνει χλωμή, σχεδόν σαν πεθαμένη. Προτού εκείνη προλάβει να έρθει κοντά μου, εγώ έχασα εντελώς τις αισθήσεις μου. Όμως, περίεργο δεν είναι που δεν θυμάμαι τίποτα;

Το επεισόδιο εκείνο δεν ήταν το μοναδικό. Ακολούθησαν κι άλλα πολλά που ποτέ όμως δεν τους είχα δώσει την απαραίτητη σημασία. Θεωρούσα πως ο φόβος μου ήταν παροδικός και αδικαιολόγητος, μια απλή ένταση της στιγμής η οποία θα εξανεμιζόταν σε ανύποπτο χρόνο.

Κάθε φορά που βρισκόμουν μέσα σε ανσανσέρ με καταλάμβανε ένας απροσδιόριστος τρόμος, ο οποίος συνοδευόταν από ακατάπαυστες αρρυθμίες. Τα άκρα μου παρέλυαν, το οπτικό μου πεδίο περιοριζόταν από μια σκοταδίνη που έκανε τα πάντα γύρω μου να έχουν το ίδιο χρώμα, το μαύρο. Ο ιδρώτας έρεε ασταμάτητα στο πρόσωπο μου και αισθανόμουν πως το έδαφος υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μου. Ποιά ήταν η δική μου αντίδραση; Ούτε εγώ η ίδια δεν γνώριζα. Το μόνο που θυμάμαι είναι να βγάζω μεγάλες και ακατάληπες κραυγές, να έχω την αίσθηση πως η ζωή μου τελείωνε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και να παραλύω από τον φόβο. Εκείνο το απαίσιο συναίσθημα που μου αφαιρούσε το οξυγόνο και με εμπόδιζε να ζήσω. Ο φόβος ήταν ο μεγαλύτερος μου εχθρός επειδή είχε την αδιαμφισβήτητη δύναμη να με καθιστά εντελώς άοπλη, ανίσχυρη και απογυμνωμένη μπροστά στον ίδιο μου τον εαυτό. Ένας αδιόρατος και συνάμα θεόρατος εχθρός τον οποίο δεν είχα ουδεμία ελπίδα να κατατροπώσω.

Οι άλλοι με αντιμετώπιζαν με διστακτικότητα και επιφύλαξη, οι ακατανόητες και παρορμητικές αντιδράσεις μου τους προκαλούσαν φόβο. Ναι, φόβο. Ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που εμένα με διέλυε. Δεν τους παρεξηγούσα, τους καταλάβαινα. Η ανθρώπινη φύση είναι αδύνατον να κατανοήσει αυτό που δεν βιώνει και είναι αδύνατο να επεξηγήσει με λέξεις. Μόνο όταν βιώνεις το ίδιο συναίσθημα με τον άλλο, είσαι σε θέση να τον κατανοήσεις.

Ο δικός μου φόβος είχε πολλά πρόσωπα, τα οποία έμοιαζαν σαν να τα γνώριζα για πρώτη φορά. Θυμάμαι όταν παρουσίαζα το θέμα της διατριβής μου στο πανεπιστήμιο με θέμα της Ερευνητική Δημοσιογραφία και τα παγκόσμια Μέσα Ενημέρωσης, το αμφιθέατρο έσφυζε από κόσμο. Άρχισα να χάνω την αυτοκυριαρχία μου. Ο γνωστός κρύος ιδρώτας άρχισε να με περιλούζει ανεξέλεγκτα κι αισθάνθηκα τα χέρια μου να μουδιάζουν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε άτακτους ρυθμούς κι ένα αίσθημα φυγής με κατέβαλε. Ξαφνικά αισθανόμουν μόνη και παγιδευμένη σε μια αίθουσα, περιτριγυρισμένη από αγνώστους χωρίς καμία διέξοδο διαφυγής. Η ομιλία μου έπρεπε να αρχίσει, όμως στο μυαλό μου υπήρχε μόνο μια λευκή σελίδα. Άναρθρες κραυγές άρχισαν να βγαίνουν από τα χείλη μου. Μου φάνηκε πως κάποιοι άρχισαν να γελάνε, ίσως πάλι και όχι. Δεν με ενδιέφερε, καμία σημασία δεν είχε για μένα πια. Το μόνο που ήθελα ήταν να τρέξω μακριά από εκείνο το μέρος που με εμπόδιζε να αναπνεύσω. Ο κόσμος ήταν η προσωποποίηση του φόβου μου και η αιτία της παγίδευσής μου. Μου ήταν ανυπόφορη η παρουσία του. Δεν ήθελα να βλέπω κανένα και τίποτα. Οι λέξεις εξακολουθούσαν πεισματικά να μην βγαίνουν από τα χείλη μου. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, παρέμενα ακίνητη σαν άγαλμα περιμένοντας τον χλευασμό και την καταδίκη μου μέχρι που ο έλεγχος χάθηκε εντελώς. Άρχισα να φωνάζω υστερικά και να τους λέω να φύγουν από μπροστά μου. Μετά το απόλυτο κενό. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με τον ορρό στο χέρι μου. Ένα από εκείνα τα πολλά, απρόσωπα, λευκά δωμάτια νοσοκομείου που ανέκαθεν σιχαινόμουν. Τα βουρκωμένα μάτια της μάνας μου και το ανήσυχο και σκεπτικό βλέμμα του πατέρα μου έλεγαν πως η κατάσταση είχε βγει εκτός ελέγχου. Στο δωμάτιο επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Η σιωπή τους όμως έκανε κρότο. Δεν ήμουν καλά, χρειαζόμουν βοήθεια. Το καταλάβαινα όσο και αν δεν το αποδεχόμουν. Ένιωσα την ανάγκη να φύγω μακριά για να αναπνεύσω. Ήθελα να ανοίξω τα φτερά μου, να ταξιδέψω. Θεωρούσα πως αυτό θα ήταν η λύση στο αδιέξοδό μου. Δεν ήμουν έτοιμη ακόμα να δω κάποιο ειδικό όσο και να ήξερα πως ήταν αναγκαίο. Η σκέψη και μόνο πως κάποιος άγνωστος θα εισέβαλλε στα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού και της ψυχής μου, μου προκαλούσε απέχθεια και αποστροφή. Η παραβίαση των ευαίσθητων προσωπικών μου δεδομένων από ένα ξένο και η ολοκληρωτική απογύμνωσή μου μπροστά του με τοποθετούσε αυτόματα στη θέση του εξουσιαζόμενου και τον άγνωστο στη θέση του εξουσιαστή. Ακούγεται εγωιστικό, το ξέρω αλλά αυτή ήταν η δική μου οπτική γωνία και μου ήταν τρομερά δύσκολο να την αλλάξω.

Στο μυαλό μου ωρίμαζε ολοένα και περισσότερο η ιδέα της φυγής. Θεωρούσα πως η φυγή θα σήμαινε αυτόματα και την απελευθέρωση μου από όλα όσα με βάραιναν. Αποφάσισα να πάω στη Νέα Υόρκη, στην μητρόπολη του κοσμοπολιτισμού που ανέκαθεν ασκούσε πάνω μου μια ακαταμάχητη έλξη και γοητεία. Για μένα ήταν μια πόλη συνώνυμη του πάθους, της ελευθερίας και της εκπλήρωσης όλων των επιδιώξεων της ανθρώπινης φιλοδοξίας. Εκεί θα έκανα μια νέα αρχή και θα απεγκλώβιζα τον εαυτό μου από όλα όσα με βάραιναν ή τουλάχιστον θα προσπαθούσα.

Ο πατέρας μου ποτέ δεν συγχώρεσε την απόφαση μου να εγκαταλείψω την Ελλάδα και να εγκατασταθώ στη Νέα Υόρκη.

«Θα σε πνίξει αυτή η πόλη, θα σε μετατρέψει σε ένα οργανωμένο απάνθρωπο, από αυτούς που βλέπεις και νομίζεις πως η καρδιά τους λειτουργεί βάσει ενός χρονομέτρου που είναι ενσωματωμένο στο σώμα τους. Δεν θα χαίρεσαι, δεν θα ζεις, απλά θα υπάρχεις. Ακόμα και το φαγητό δεν θα έχει γεύση. Θα τρως μόνο για να επιβιώσεις, όχι για να απολαύσεις. Εκεί που πας δεν θα έχεις την πολυτέλεια να απολαύσεις τίποτα.», μου έλεγε καθισμένος στην αγαπημένη κουνιστή του πολυθρόνα δίπλα από το τζάκι.

Ακόμα μου σπάει τη μύτη η μυρωδιά του φρεσκοψημένου καλαμποκιού με μια γερή δόση λιωμένου βουτύρου που έψηνε στον μικρό μας κήπο τις Κυριακές.

Καημένε μπαμπά. Ποτέ δεν περίμενες πως θα σε εγκατέλειπα κι εγώ μετά τη μαμά. Το θεώρησες προδοσία το ξέρω, όμως εμένα μου έλειπε το οξυγόνο σε αυτή την ασφυκτικά μικρή πόλη στην οποία ζούσαμε.

Ποτέ δεν την ένιωσα πατρίδα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όταν πέθανε η μαμά, η ανάγκη να την εγκαταλείψω έγινε κάτι περισσότερο από επιτακτική. Όλα μέσα σε εκείνο το σπίτι είχαν το άρωμα της, κάτι από την αύρα της.

Περπατούσα στο δρόμο και νόμιζα ότι θα την έβλεπα να έρχεται από την αντίθετη πλευρά του δρόμου φορτωμένη με εκείνες τις πράσινες χάρτινες σακούλες του μανάβη και θα με κυνηγούσε να φάω τα μεγάλα πράσινα μήλα που τόσο πολύ της άρεσε να τρώει κάθε απόγευμα.

Αγόραζε αμέτρητες σακούλες και κάθε Σάββατο έφτιαχνε μηλόπιτες για μας, για τη γειτονιά, για τις φίλες της. Ακόμα νιώθω την γλυκόπικρη γεύση της να μου γαργαλάει τον ουρανίσκο.

Πόσες φορές αναρωτήθηκα αν εγώ διέθετα εκείνη την απαράμιλλη ζωντάνια και τη θετικότητά της. Η μέχρι τώρα πορεία μου πάντως έδειχνε το αντίθετο. Ήμουν πολύ θυμωμένη με μένα και τις λάθος επιλογές μου. Τόσο πολύ που ούτε καν πρόσεξα πως το αντικείμενο που εκσφενδόνισα με τόση μανία πάνω στο διάφανο γυαλί, θρυμματίστηκε σε χιλιάδες αμελητέα κομμάτια.

Το θυμωμένο κι επίμονο χτύπημα του γείτονα στον τοίχο με επανέφερε απότομα στην πεζή πραγματικότητα.

Ούτε τον θυμό του δεν μπορεί πλέον να εκφράσει κανείς όταν ζει παγιδευμένος μέσα σε ορθογώνια, ψεύτικα κουτάκια που στη Νέα Υόρκη αποκαλούνται σπίτια.

Πόσο πολύ μου θύμιζαν τα ψεύτικα κουκλόσπιτα που μου αγόραζε μετά μανίας η μαμά όταν ήμουν παιδί! Μόνο που τώρα η κούκλα ήμουν εγώ και το ψεύτικο κουκλόσπιτο, το πανάκριβο μικροσκοπικό μου διαμέρισμα στην καρδιά της Νέας Υόρκης. Τέσσερις χιλιάδες οχτακόσια δολάρια το μήνα. Πόσο αστείο και πόσο τραγικό ταυτόχρονα. Είχα έρθει στην άλλη άκρη της γης για να απελευθερωθώ από τις φοβίες μου κι εγώ εγκλωβίστηκα μέσα σε αυτές ακόμα πιο βαθιά.

Η Μίνα, η γάτα μου πετάχτηκε πάνω μου έντρομη κι άρχισε να μου γλείφει το πρόσωπο. Αυτό έκανε κάθε φορά που οσμιζόταν τον φόβο και την απόγνωση μου. Με αυτό τον τρόπο είχε την αίσθηση πως μου απάλειφε τις πληγές και ξόρκιζε τους δαίμονες μου.

Το λευκό βελούδινο τρίχωμα της ενεργούσε ως καταλύτης στις εκρηκτικές κρίσεις πανικού μου.

Καλή μου Μίνα, είσαι πλέον η μοναδική που νοιάζεται για μένα. Προσπαθώ να σκεφτώ πότε ήταν η τελευταία φορά που εκμυστηρεύτηκα τα εσώψυχα μου σε κάποιο άλλο άνθρωπο κι εκείνος με άκουσε αλλά μου είναι αδύνατο να θυμηθώ.

Η καθημερινοτήτα μου ήταν γεμάτη με τυπικές συναντήσεις κι επαφές με επιφανείς επιστήμονες και καλλιτέχνες, εκδότες, εμετικούς δημοσιοσχετίστες, διαλέξεις, ανιαρά και ανούσια επαγγελματικά δείπνα και τον ίδιο επαναλαμβανόμενο διάλογο με τον Μασιέλ, τον Περουβιανό ιδιοκτήτη του μίνι μάρκετ στη γωνία.

Buenos dias sinorita. La leche y las dulces estan en la bolsa. Que linda que estas hoy. Tus ojos brillan.”[1]

Την πρώτη μέρα που είχα μετακομίσει στη γειτονιά πριν από περίπου τρία χρόνια είχα κάνει το λάθος να απαντήσω στην πρώτη ερώτηση του στα ισπανικά, περιχαρής που βρήκα κάποιον να ξεσκονίσω τη γλώσσα που είχα μάθει σε ένα κύκλο ταχύρυθμων μαθημάτων σε ένα ινστιτούτο ισπανικών στις αρχές που είχα έρθει στη Νέα Υόρκη.

Κάθε μέρα επαναλάμβανε την ίδια φράση χαιδεύοντας απαλά την άκρη του πιγουνιού του και κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια προσπαθώντας να μαντέψει αν ήταν η τυχερή του μέρα και είχα όρεξη για περισσότερες κουβέντες εκτός από το ξερό ευχαριστώ και το κούνημα του κεφαλιού.

Μόνο όταν είδα τις πλαστικές σακούλες με τις αγαπημένες μου σοκολάτες και τα νάτσος με γεύση τυρί που απολάμβανα κάθε Τρίτη βράδυ παρακολουθώντας την αγαπημένη μου δραματική σειρά στην τηλεόραση, να με περιμένουν κρεμασμένες πάνω στο πόμολο της πόρτας, αντιλήφθηκα το τεράστιο μέγεθος του λάθους μου.

Για έξι μήνες, τα αγαπημένα μου απαγορευμένα σνακς με περίμεναν καθημερινά στο κατώφλι μου με ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί που έγραφε με δυσανάγνωστα γράμματα «Cuando vamos a cenar juntos?»[2]

Ο Μασιέλ πήρε τελικά απόφαση πως δεν υπήρχε περίπτωση να μοιραστούμε ούτε ένα τσιγάρο μαζί όταν μια μέρα αγανακτισμένη από την επιμονή του, μπήκα σαν βολίδα στο κατάστημα και χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά άδειασα το περιεχόμενο της τελευταίας πλαστικής σακούλας πάνω στο φρεσκοκουρεμένο του κεφάλι. Εκείνη τη στιγμή, το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ταλαιπωρημένους Λατίνους βιοπαλαιστές που έκαναν τα τελευταία ψώνια της βδομάδας και δεν έβλεπαν την ώρα να απολαύσουν την μπίρα τους στο μπαρ της γωνίας.

Ποτέ δεν τόλμησε να αφήσει ξανά τα δώρα του στην εξώπορτα του διαμερίσματος μου κι εγώ δεν πάτησα για μήνες το πόδι μου στο μαγαζί του. Για την ακρίβεια περνούσα από μπροστά του με το βλέμμα αυστηρά προσηλωμένο στην αντίθετη κατεύθυνση σαν να παρατηρούσα κάτι από μακριά, το οποίο δεν μπορούσα να διακρίνω.

Οταν ξανάρχισα να ψωνίζω από το κατάστημα του, η συμπεριφορά του είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Ο θρασύς άντρας με το ύφος του Λατίνου εραστή είχε δώσει τη θέση του σ’ένα μαζεμένο, αμίλητο τύπο που κοιτούσε επίμονα την ταμειακή του μηχανή για λίγους μήνες, μέχρι που άρχισε πάλι να ξεθαρρεύει με τη διαφορά πως τηρούσε τους τύπους και τις αποστάσεις.

[1] Καλημέρα δεσποινίς. Το γάλα και τα γλυκά είναι μέσα στην τσάντα. Τι όμορφη που είσαι σήμερα. Τα μάτια σου λάμπουν.

[2] Πότε θα δειπνήσουμε μαζί;

 

Α ΜΕΡΟΣ