από την Σταυρούλα Τσούτσα.
1η πράξη: Μεγαλώνοντας έναν έφηβο στη Νέα Υόρκη
Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να ανεβαίνω κουρασμένα τις σκάλες. Από το σαλόνι μας ακούγεται θόρυβος, κάτι σαν απανωτοί πυροβολισμοί. Κοντοστέκομαι να αφουγκραστώ.
Μια αγριεμένη άγνωστη φωνή «What are you doing man? I am gonna kill you», με κάνει προς στιγμή να γουρλώσω τα μάτια, έντρομη. Υστερα σκέφτομαι λογικά. Ο έφηβος γιος μου. Παίζει Χbox.
Τον χαιρετώ χαρούμενη που τον βλέπω στο σπίτι.
– Γεια σου Γιώργο μου!
Δε συμμερίζεται τη χαρά μου. Το βλέπω στο ύφος του. Και χωρίς ίχνος ντροπής, μου πετάει απροκάλυπτα στα μούτρα τη δυσανασχέτησή του που τόλμησα να του χαλάσω το πρόγραμμα.
– Γιατί γύρισες τόσο νωρίς, με ρωτάει, ενώ στο πρόσωπό του είναι έκδηλη η απογοήτευση.
– Σήμερα δεν είχα δουλειά το απόγευμα, του λέω, προσπαθώντας να μη δείξω ότι με πείραξε η αντίδρασή του.
– Κι έπρεπε να γυρίσεις σπίτι; συνεχίζει θυμωμένα.
Αρχίζω να φουντώνω μέσα μου, δεν το ήξερα ότι πρέπει να του ζητήσω την άδεια για να επιστρέψω στο σπίτι μου, είμαι έτοιμη να βουτήξω το τηλεχειριστήριο του παιχνιδιού και να το σπάσω σε χίλια κομμάτια αλλά συγκρατούμαι. Τόσα σεμινάρια ψυχολογίας δεν πρέπει να πάνε χαμένα.
Σταματάω να μιλάω και τον παρατηρώ. Εκείνος συνεχίζει να παίζει σαν να μην υπάρχω στον χώρο. Το βλέμμα του είναι προσηλωμένο στην οθόνη και τα δάχτυλά του κινούνται με ταχύτητα πάνω στο τηλεχειριστήριο. Πού και πού πετιέται σαν ελατήριο, βγάζει κάτι άναρθρες κραυγές, ενώ ταυτόχρονα κάνει διάφορες περίεργες γκριμάτσες. Αποφασίζω να κάνω άλλη μια προσπάθεια.

– Πώς πήγε το σχολείο;
– Καλά.
– Πώς πέρασες;
– Καλά.
– Εφαγες;
– Ναι.
– Σου άρεσε το παστίτσιο;
– Ναι.
Δε με βοηθάει καθόλου να είμαι γλυκιά μανούλα. Το αντίθετο. Με εξοργίζει με τις μονολεκτικές απαντήσεις και την πλήρη αδιαφορία του να επικοινωνήσει μαζί μου. Τον χτυπάω εκεί που θα πονέσει.
– Διάβασες;
Η ερώτηση πέφτει σαν καταπέλτης πάνω του. Η οθόνη της τηλεόρασης παγώνει, το τηλεχειριστήριο ηρεμεί, και ο γιος μου επιτέλους, αρχίζει να με προσέχει.
– Μόνο αυτό ξέρεις να ρωτάς. Μόνο αυτό σε νοιάζει! Α, ναι κι αν έφαγα!
– Δεν απαντάς.
– Οχι δεν διάβασα και θα διαβάσω όποτε θέλω εγώ, είμαι μεγάλος πια για να ξέρω πότε πρέπει να διαβάσω, φωνάζει και το προσωπάκι του γίνεται κατακόκκινο.
– Εχουμε κάνει συμφωνία, ότι πρώτα θα διαβάζεις και μετά θα παίζεις. Και είσαι μεγάλος για να κρατάς τις υποσχέσεις σου. Και ξέρεις πως πρέπει να βελτιώσεις τα Αγγλικά σου, του λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ. Αν θέλεις να ξεκουραστείς, διάβασε κανένα βιβλίο. Τι με κοιτάς έτσι; Τι δεν καταλαβαίνεις;
Του κλείνω την τηλεόραση και του παίρνω το τηλεχειριστήριο, πριν προλάβει να αντιδράσει.
Αυτό ήταν! This means war!
– Εσύ συμφώνησες μόνη σου, μου λέει, εγώ δεν συμφώνησα ποτέ κάτι τέτοιο. Χτυπάει το χέρι του στον καναπέ με δύναμη. Οι φλέβες στο λαιμό του αρχίζουν να πετάγονται και ο ήχος της φωνής του έχει παραμορφωθεί. Αν μη τι άλλο, έχω καταφέρει να του τραβήξω την προσοχή.
– Εντάξει, εγώ πήρα την απόφαση, συνεχίζω ήρεμα και αποφασιστικά. Τώρα πήγαινε να διαβάσεις.
Κάνω στροφή, κατευθύνομαι προς την κουζίνα, απροετοίμαστη για το χτύπημα κάτω από τη ζώνη που ακολουθεί.
– Οπως εσύ πήρες την απόφαση να με φέρεις εδώ και να με κλείσεις μέσα σε τέσσερις τοίχους, συνεχίζει, έχοντας κατεβάσει τους τόνους. Τι θέλεις να κάνω μαμά, τι μπορώ να κάνω εδώ; Εδώ δεν μπορώ να βγαίνω όπως στην Ελλάδα με παιδιά στην ηλικία μου. Μόνο να παίζουμε μαζί στο Ιντερνετ, μπορούμε. Ασε που εσείς δουλεύετε πολύ και είμαι τόσες ώρες μόνος μου. Και μη μου πεις ότι δεν σου φέρνω καλούς βαθμούς! Κατάφερα να βγάλω άριστα! Τι άλλο θέλεις από εμένα, για να είσαι ευχαριστημένη;
Με κοιτάει με τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια. Νομίζω πως θα κλάψει, κι αυτό δεν το αντέχω… Μου σκίζει την καρδιά. Εχει δίκιο από τη μεριά του.
– Σε καταλαβαίνω, του λέω κομπιάζοντας, αλλά ξέρεις γιατί πήραμε την απόφαση.
– Δεν με καταλαβαίνεις, μαμά, ποτέ σου δεν καταλαβαίνεις. Μόνο να διαβάζω θέλεις, δεν καταλαβαίνεις ότι κουράζομαι και θέλω να παίζω.
– Είσαι παιδί, ακόμη… πάω να πω, αλλά με κόβει απότομα.
– Ποτέ σου δεν με εμπιστεύεσαι, δε σου ξαναμιλάω! Κι αν θέλεις να ξέρεις, τόσο καιρό σε κοροϊδεύω, όταν με πιέζεις να διαβάσω λογοτεχνία, κάνω ότι διαβάζω, για να με αφήνεις ήσυχο και όταν δεν κοιτάς παίζω στο κινητό. Τι με κοιτάς; Τι δεν καταλαβαίνεις;
Μένω άναυδη. Εχω απελπιστεί. Οι παιδευτικές μου μέθοδοι δεν φαίνονται να αποδίδουν. Του σταμάτησα το παιχνίδι αλλά δεν έχω καταφέρει τίποτα. Η σχέση με το γιο μου κινδυνεύει, είμαστε πλέον αντίπαλοι σε ένα συνεχές παιχνίδι πίεσης δικής μου και αμφισβήτησης δικής του.
Δεν ξέρω πώς να του δείξω ότι πιστεύω σε αυτόν και ότι τον πιέζω τόσο γιατί ξέρω πόσο ικανός είναι, πόσα μπορεί να καταφέρει. Δεν καταλαβαίνω πώς φτάνουμε κάθε φορά στο ίδιο σημείο. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Τζάμπα τόσα σεμινάρια. Νομίζω ότι θα βάλω τα κλάματα. Παίρνω τηλέφωνο την μητέρα μου. Η πείρα της ζωής ίσως αποδειχτεί πιο αποτελεσματική.
– Να σκέφτεσαι πάντα πώς ήσουν εσύ στην ηλικία του, μου λέει. Πώς ένιωθες, τι ήθελες, πώς μας ζητούσες να σου φερόμαστε. Μην τα ξεχνάς ποτέ αυτά. Και να του εκφράζεις την αγάπη σου με πράξεις, με κατανόηση, με εμπιστοσύνη. Εσύ, παιδί μου, θα βάζεις όρια και αυτός θα τα γκρεμίζει.
Τον πλησιάζω ξανά χαμογελώντας. Του δίνω το τηλεχειριστήριο του Xbox.
– Πάρε το, του λέω. Εχεις δίκιο, πρέπει να σε εμπιστεύομαι περισσότερο. Με κοιτάει παραξενεμένος. Χαμογελάει. Με αγκαλιάζει και μου λέει:
– Θα παίξω δέκα λεπτά ακόμη και μετά θα διαβάσω.
Σε δέκα λεπτά έχει πάρει το βιβλίο του. Εχει δίκιο δεν του αναγνωρίζω πάντα όσα έχει πετύχει και τον πιέζω πολύ. Και η μάνα μου έχει δίκιο. Δεν πετυχαίνω πολλά με την κόντρα. Μόνο κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του. Τον κοιτάζω και νιώθω περήφανη για τον έφηβο που μεγαλώνω.
2η πράξη: Μεγαλώνοντας με μία Ελληνίδα μάνα στη Νέα Υόρκη
Ω ρε φίλε! Τι διαδικτυακό παιχνίδι είναι αυτό! Πρέπει να προσέξω να μη χάσω. Ο αντίπαλος έχει πιο καλό όπλο. Ο δικός μου παραλίγο να με πυροβολήσει από λάθος. «What are you doing man? I am gonna kill you», μου φωνάζει άγρια και η φωνή του αντηχεί στο δωμάτιο.
Πριν προλάβω να του απαντήσω ακούω βήματα στη σκάλα. Βαρύ, ρυθμικό βήμα. Βάζω τη σίγαση στο τηλεχειριστήριο, για να δω τι συμβαίνει. Υστερα, σκέφτομαι λογικά. Η μάνα μου. Να πάρει! Γύρισε νωρίς, είναι και κουρασμένη. Δε με σώζει τίποτα. Πάει το παιχνίδι!
– Γεια σου Γιώργο μου!
Με χαιρετάει κάνοντας τη χαρούμενη, αλλά το βλέπω στο ύφος της, πως με το που με είδε να παίζω εκνευρίστηκε. Δεν μπόρεσε να μου κρύψει τη γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Ωρες ώρες νομίζω ότι μόνο όταν με βλέπει με ένα βιβλίο στο χέρι, με επιδοκιμάζει. Τότε μόνο φαίνεται πως νιώθει καλή μάνα.
– Γιατί γύρισες τόσο νωρίς, τη ρωτάω, γιατί ανησυχώ, φοβάμαι μήπως δεν είναι καλά.
– Σήμερα δεν είχα δουλειά το απόγευμα, μου λέει και τη βλέπω ότι «φορτώνει» και αρχίζω και εγώ να «φορτώνω» με τη σειρά μου.
– Κι έπρεπε να γυρίσεις σπίτι; σκέφτομαι δυνατά. Ωχ, αυτό μου ξέφυγε, δεν είχα σκοπό να το πω.
Ξέρω ότι σε λίγο θα αντιδράσει, γιατί η μάνα μου είναι σπίρτο αναμμένο. Τίποτα δεν της ξεφεύγει και τίποτα δεν το αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Αποφασίζω να κάνω τον αφοσιωμένο στο παιχνίδι. Αλλωστε οι δικοί μου ακόμη παίζουν και κερδίζουμε. Τι καλά να πάει στην κουζίνα να μαγειρέψει. Λες να είμαι τόσο τυχερός;
Συνεχίζω να παίζω, ενώ την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου. Εχει στηθεί σαν το κοράκι πάνω από το κεφάλι μου και κάτι σκέφτεται. Ελπίζω να μην επιχειρήσει να μου αρπάξει το τηλεχειριστήριο, όπως προχθές και χάσω. Γιατί θεούλη μου, δεν με αφήνει ήσυχο να ξεκουραστώ λίγο; Δύο διαγωνίσματα έγραψα σήμερα και τα πήγα πολύ καλά. Δεν με είδαν χθες που δεν έπαιξα καθόλου και διάβαζα όλο τα απόγευμα;. Ωχ όχι! Τη βλέπω, είναι έτοιμη να ανοίξει συζήτηση. Τι θέλει πάλι;
– Πώς πήγε το σχολείο;
– Καλά.
– Πώς πέρασες;
– Καλά.
– Εφαγες;
– Ναι.
– Σου άρεσε το παστίτσιο;
– Ναι.
Της απαντάω μονολεκτικά μπας και απογοητευτεί και πάει μέσα. Λέω και ένα ψέμα για να γλυτώσω τη συνέχεια της ανακριτικής διαδικασίας. Το παστίτσιο ήταν χάλια, και στο φούρνο μικροκυμάτων έγινε ακόμη πιο χάλια. Ασε που δεν μαγειρεύει συχνά πια. Δεν προλαβαίνει. Τις Κυριακές ό,τι κάνει και μετά τα χώνει στην κατάψυξη, για να έχω φαγητό.
Τη βλέπω που κοκκίνησε. Εχει γίνει τούρμπο. Τώρα ξέρω τι θα ακολουθήσει. Θα με ρωτήσει αν έχω διαβάσει, για να βρει δικαιολογία να μου κλείσει την τηλεόραση. Πόσο καλά την ξέρω! Θα μπορούσα να την έχω γεννήσει! Και σε λίγο θα αρχίσει το κήρυγμα για το Πανεπιστήμιο και την επιτυχία στη ζωή.
Την προηγούμενη φορά που το έκανε, της είπα ότι ο Steve Jobs δεν τέλειωσε πανεπιστήμιο και έγινε δισεκατομμυριούχος. Τότε φρίκαρε και άρχισε να λέει ασυναρτησίες. Νόμισα πως θα την έχανα από εγκεφαλικό. Τώρα θα αλλάξω τακτική. Θα της κάνω επίθεση πρώτος. Με το που θα με ρωτήσει, τη γνωστή ηλίθια ερώτηση. Να τη έρχεται, το νιώθω…
– Διάβασες;
Γυρίζω και την κοιτάζω με όσο πιο άγριο βλέμμα μπορώ.
– Μόνο αυτό ξέρεις να ρωτάς. Μόνο αυτό σε νοιάζει! Α, ναι κι αν έφαγα!
– Δεν απαντάς.
Οχι δεν διάβασα και θα διαβάσω όποτε θέλω εγώ, είμαι μεγάλος πια για να ξέρω πότε πρέπει να διαβάσω, της φωνάζω δυνατά μπας και φοβηθεί και σταματήσει. Αλλά πού…
– Εχουμε κάνει συμφωνία, ότι πρώτα θα διαβάζεις και μετά θα παίζεις. Και είσαι μεγάλος για να κρατάς τις υποσχέσεις σου. Και ξέρεις πως πρέπει να βελτιώσεις τα Αγγλικά σου, μου λέει κάνοντας την ήρεμη. Αν θέλεις να ξεκουραστείς, διάβασε κανένα βιβλίο. Τι με κοιτάς έτσι; Τι δεν καταλαβαίνεις;
Την κοιτάω με απορία. Τι είπε πάλι! Να διαβάσω βιβλίο για να ξεκουραστώ. Α, καλά! Η μάνα μου ζει σε άλλον πλανήτη. Την αφήνω να κλείσει την τηλεόραση και της δίνω το τηλεχειριστήριο, για να σταματήσει τη διάλεξη. Πάει το παιχνίδι μου! Πάλι θα με βρίζουν οι συμπαίκτες. Αρχίζω πάλι την επίθεση.
– Εσύ συμφώνησες μόνη σου, της λέω, εγώ δε συμφώνησα ποτέ κάτι τέτοιο.
Πόσο με εκνευρίζει που με κοιτάζει με αυτό το θριαμβευτικό ύφος. Λες και άμα ήθελα να συνεχίσω το παιχνίδι δεν μπορούσα. Νομίζει ότι είμαι ακόμη το αγοράκι που το μάλωνε κι εκείνο φοβόταν.
– Εντάξει, εγώ πήρα την απόφαση, μου λέει. Τώρα πήγαινε να διαβάσεις.
Κάνει στροφή, κατευθύνεται προς την κουζίνα. Οχι, όχι αυτό δεν θα περάσει έτσι! Εχω εκνευριστεί πολύ! Θα τη χτυπήσω εκεί που πονάει περισσότερο. Και θα το παίξω πληγωμένος και μόνος. Αυτό δεν το αντέχει. Λυπάμαι που θα την κάνω να υποφέρει, αλλά πρέπει να κερδίσω τη μάχη. Αλλιώς την έβαψα. Είναι ικανή να σπάσει την τηλεόραση, για να μην παίζω.
– Οπως εσύ πήρες την απόφαση να με φέρεις εδώ και να με κλείσεις μέσα σε τέσσερις τοίχους, συνεχίζω με κλαμένο, μελαγχολικό ύφος. Τι θέλεις να κάνω μαμά, τι μπορώ να κάνω εδώ; Εδώ δεν μπορώ να βγαίνω όπως στην Ελλάδα με παιδιά στην ηλικία μου. Μόνο να παίζουμε μαζί στο Ιντερνετ, μπορούμε. Ασε που εσείς δουλεύετε πολύ και είμαι τόσες ώρες μόνος μου. Και μη μου πεις ότι δεν σου φέρνω καλούς βαθμούς! Κατάφερα να βγάλω άριστα! Τι άλλο θέλεις από εμένα, για να είσαι ευχαριστημένη;
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι άλλο θέλει, για να με εμπιστευτεί. Μέσα σε λίγο καιρό εδώ στην Αμερική κατάφερα να τα πάω πολύ καλά με το σχολείο και χωρίς να με βοηθάει κανένας. Τι άλλο θέλει πια, για να με αφήσει ήσυχο να αποφασίζω για τον εαυτό μου;
Γιατί ποτέ δε σταματάει να μου λέει τι πρέπει να κάνω; Γιατί δεν μπορεί απλά να μου πει ένα «μπράβο» και πρέπει όλοι της οι έπαινοι να συνοδεύονται από επιπλέον στόχους που πρέπει να πετύχω; Νιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι. Εύχομαι να σταματήσουμε τη συζήτηση εδώ.
– Σε καταλαβαίνω, μου λέει, κομπιάζοντας, αλλά ξέρεις γιατί πήραμε την απόφαση.
– Δεν με καταλαβαίνεις, μαμά, ποτέ σου δεν καταλαβαίνεις. Μόνο να διαβάζω θέλεις, δεν καταλαβαίνεις κουράζομαι και θέλω να παίζω.
– Είσαι παιδί, ακόμη… αρχίζει αλλά την κόβω απότομα. Αυτό το «είσαι παιδί» με εξοργίζει πάντα.
Ασε που δεν έχει αποφασίσει τι επιτέλους είμαι. Παιδί ή μεγάλος. Ο,τι νάναι!
– Ποτέ σου δεν με εμπιστεύεσαι, δεν σου ξαναμιλάω! Κι αν θέλεις να ξέρεις, τόσο καιρό σε κοροϊδεύω, όταν με πιέζεις να διαβάσω λογοτεχνία, κάνω ότι διαβάζω, για να με αφήνεις ήσυχο και όταν δεν κοιτάς παίζω στο κινητό. Τι με κοιτάς; Τι δεν καταλαβαίνεις;
Στο σημείο αυτό παραδέχομαι ότι το παρατράβηξα. Με το που άκουσε ότι την κοροϊδεύω άλλαξε χρώμα. Να πάρει! Τι ήθελα και το ξεστόμισα αυτό; Πώς τα καταφέρνει να με εκνευρίζει τόσο πολύ; Και γιατί, όταν με εκνευρίζει δεν ξέρω τι λέω; Δεν πρόκειται να μου δώσει το τηλεχειριστήριο τώρα. Και είναι Παρασκευή. Πάει χαμένο το Σαββατοκύριακο.
Φεύγει από το δωμάτιο. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλό και γρήγορα. Το βρήκα! Ο μπαμπάς της. Πάντα τον ακούει, ακόμη κι όταν δείχνει ότι δε συμφωνεί. Παίρνω τηλέφωνο τον παππού μου να της μιλήσει. Του λέω ότι δεν την αντέχω άλλο, ότι με πρήζει 24/7.
– Αγόρι μου, η μάνα σου σε λατρεύει και σε πιέζει, γιατί πιστεύει ότι έτσι θα σε βοηθήσει, μου λέει. Να βλέπεις τις προθέσεις της. Και τις προσπάθειες που κάνει να σου δώσει περισσότερη ελευθερία. Είστε μόνοι σε μια άλλη ήπειρο. Κατάλαβε πόσο φοβάται και πόση ανασφάλεια νιώθει. Δείξε της ότι την καταλαβαίνεις και πείσε την να σε εμπιστεύεται. Με αγάπη αγόρι μου.
Κλείνω το τηλέφωνο και σκέφτομαι όσα μου είπε. Την καταλαβαίνω τη μάνα μου. Το καλό μου θέλει. Κι αγωνίζονται σκληρά εδώ οι γονείς μου. Για έμενα, για όλους μας.
Τη βλέπω να έρχεται κοντά μου, χαμογελαστή. Μου δίνει το τηλεχειριστήριο. Δεν το πιστεύω! Τι έγινε ρε παιδιά; Την αγκαλιάζω και νιώθω ήρεμος.
– Θα παίξω δέκα λεπτά ακόμη και μετά θα διαβάσω, της λέω, σε ένδειξη καλής διάθεσης και από την μεριά μου.
Σε δέκα λεπτά ακριβώς, παίρνω το βιβλίο της λογοτεχνίας. Εχει δίκιο, τα Αγγλικά μου χρειάζονται βελτίωση. Κι ο παππούς έχει δίκιο. Δεν πετυχαίνω πολλά με την κόντρα. Μόνο κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της. Την κοιτάζω και νιώθω τυχερός για τη μάνα που με μεγαλώνει.