Γράφει η Ισμήνη Χαρίλα

Μια ιδέα, μια σκέψη ή ακόμα και μια απλή παράσταση στο μυαλό ενός λογοτέχνη, που σέβεται τον ορισμό της τέχνης του, δύνανται να αποτελέσουν το έναυσμα ενός σπουδαίου έργου.

Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που εξελίσσεται ανά τους αιώνες και προσαρμόζεται στα εκάστοτε δεδομένα και τις ανάγκες των λαών και των τόπων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη λογοτεχνία και ο Καζούο Ισιγκούρο – στον οποίο απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2017 – είναι ένας από τους εκφραστές της ρέουσας αυτής πραγματικότητας.

Στο μυθιστόρημά του «Τα απομεινάρια μιας μέρας», που τιμήθηκε το 1989 με το βραβείο Booker και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, οι αναμνήσεις ενός μπάτλερ – του Στίβενς – αποτελούν τη βάση για να αναδειχθεί η μεταβολή που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όχι μόνο στις κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές συνθήκες, αλλά ιδίως στην αντίληψη του κόσμου.

Αδιαμφισβήτητα, ο ρόλος του μπάτλερ κατείχε στο παρελθόν κυρίαρχη θέση στους αριστοκρατικούς οίκους της Αγγλίας και είναι γεγονός ότι ο όρος παραπέμπει πάντοτε την παγκόσμια συλλογική μνήμη σε μια συγκεκριμένη εικόνα με ιδιαίτερα γνωρίσματα, όπως διευκρινίζει και ο ίδιος ο Στίβενς:

«(…)  μπάτλερ υπάρχουν μόνο στην Αγγλία. Οι άλλες χώρες, όποιον τίτλο και να χρησιμοποιούν, διαθέτουν μόνο άνδρες υπηρέτες. Και νομίζω πως αυτό αληθεύει. Οι Ευρωπαίοι είναι ανίκανοι να γίνουν μπάτλερ, επειδή είναι από γεννησιμιού τους ανίκανοι να καταστείλουν τα συναισθήματά τους, κάτι που μόνο η αγγλική φυλή μπορεί να κάνει».

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ειπωθεί ότι είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο Ισιγκούρο, παρόλο που είναι Ιαπωνικής καταγωγής, έστω και εάν μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία, αποδίδει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα ενός τυπικού αγγλικού χαρακτήρα.

Ο Στίβενς λοιπόν είναι ένας «παλαιάς κοπής» άνθρωπος, που προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι συνηθισμένος στην κόσμια συμπεριφορά, που απαιτεί σεβασμό, εγκράτεια και ευπρέπεια. Η δουλειά του αποτελεί γι’ αυτόν ένα λειτούργημα και γι’ αυτό ακριβώς επιζητά την τελειότητα και την αρτιότητα στην ικανοποίηση των αναγκών του εργοδότη του. Παραβλέπει δίχως δισταγμό τις επιθυμίες του και ολόκληρη η ζωή του περιορίζεται στο εσωτερικό του Ντάρλινγκτον Χολ.

Οι αναπολήσεις του είναι απολύτως συνυφασμένες με τα τεκταινόμενα στη ζωή του Λόρδου Ντάρλινγκτον, που ασκεί επιρροή στους πολιτικούς κύκλους της Ευρώπης, αλλά παραδόξως αυτό δεν τον ενοχλεί, διότι θεωρεί δεδομένο πως «(…) άνθρωποι σαν εμάς έχουν περιορισμένη επιλογή, γι’ αυτό αφήνουμε τις τύχες μας στα χέρια εκείνων των σπουδαίων προσωπικοτήτων που βρίσκονται στην καρδιά των γεγονότων αυτού του κόσμου, ενώ εμείς προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας».

Ο χρόνος επομένως κυλά και επιφέρει ρωγμές στο πρότερο αψεγάδιαστο σκηνικό της αριστοκρατίας. Το Ντάρλινγκτον Χολ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, περνά πλέον στην ιδιοκτησία ενός Αμερικανού και ο Στίβενς καλείται να αποφασίσει, εάν θα αποσυρθεί ή εάν θα αποδεχθεί τη νέα νοοτροπία και θα προσαρμοστεί.

Πόσο εύκολη όμως μπορεί να είναι η δεύτερη επιλογή για έναν άνθρωπο που είχε συνηθίσει επί δεκαετίες να ζει με έναν προκαθορισμένο τρόπο; Ένα ταξίδι, ουσιαστικά το πρώτο της ζωής του και η συνάντηση με τη γυναίκα που αγάπησε, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να διεκδικήσει, θα του δώσουν εντέλει τις απαντήσεις που ζητά.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συντελεί στην ενδοσκοπική ανάλυση, ενώ η πολύ καλή μετάφραση της Αργυρούς Μαντόγλου διατηρεί τον ρέοντα λόγο και αποδίδει το φλεγματικό βρετανικό ύφος του πρωτότυπου κειμένου, δίχως κενά ανάμεσα στη μορφική και συναισθηματική προσωποποίηση του ήρωα.

Ο Ισιγκούρο επιτυγχάνει να αναπαραστήσει πλήρως τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά τους χώρους, παρέχοντας την αίσθηση της οπτικής απεικόνισης και δίχως να αναλωθεί υπερβολικά στην εστίαση άσκοπων πραγματολογικών στοιχείων ή περιγραφικών αναλύσεων.

Το κείμενο προχωρά αβίαστα με χαλαρό ρυθμό, που ο δημιουργός διατηρεί σταθερό, γνωρίζοντας σαφώς ότι οιαδήποτε επιβεβλημένη επιτάχυνση θα ήταν όχι μόνο καταστροφική, αλλά και εντελώς ανάρμοστη.

Εν κατακλείδι, «Τα απομεινάρια μιας μέρας» είναι ένα μυθιστόρημα που αποδεικνύει πως υπάρχουν ακόμη λογοτέχνες που ακολουθούν τα ίχνη των μεγάλων κλασσικών, αφήνοντας όμως την προσωπική τους παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές.