από την Αναστασία Δημητροπούλου.

«Με ποδοπάτησαν μέχρι να καταφέρω να το σκάσω από το ρημαγμένο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Η μύτη μου είχε ανοίξει. Καυτή και αλατισμένη η γεύση του αίματος πάνω στα χείλη μου. Το δεξί μου χέρι επίσης πονούσε φριχτά. Στην προσπάθειά του ένας ηλικιωμένος να διατηρήσει την ισορροπία του, άρπαξε βίαια τον καρπό μου όταν ακούστηκε ο πρώτος κρότος κι άρχισε να τρέμει η γη σύγκορμη. Στον δεύτερο, η τεράστια τζαμαρία υποχώρησε σα φτενόφλουδο χαρτί μπρος στα μάτια μας. Κραυγές απόγνωσης και μπερδεμένες προσευχές έφραξαν τα αυτιά και τις ψυχές. Αναρωτιόμασταν τι στην ευχή είχε πάει στραβά εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη που ο ήλιος είχε σκύψει στο μέτωπο της Ωραιότερης της Πελοποννήσου για να τής αποθέσει ένα χρυσό φιλί. Ώσπου αντικρίσαμε τη Γούναρη. Τότε οι απορίες λύθηκαν.

 

Η κεντρική αρτηρία της πόλης θύμιζε ατιμασμένη γυναίκα. Σπίτια, μαγαζιά κι αυτοκίνητα άχνιζαν. Έξω από το Πάνθεον υπήρχαν διαμελισμένοι νεκροί, ζωντανοί που θρηνούσαν, μωρά που έκλαιγαν μαντεύοντας την ορφάνια τους και ανήμποροι γέροντες που περίμεναν να θεωρήσουν τα εισιτήριά τους στις πύλες του θανάτου. Την ίδια στιγμή νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και προσκοπίνες έσπευδαν με φορεία να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Σκέφτηκα πως αν αυτή ήταν η κόλαση, όφειλα σαν καλό και φρόνιμο κορίτσι να αναζητήσω το δικό μου καζάνι και να λιώσω εντός του χωρίς αντιστάσεις.

 

«Θα μας αφανίσουν οι διαολεμένοι Ιταλοί» ούρλιαξε κάποιος που πέρασε σα σίφουνας από δίπλα μου. Δεν έμεινα στιγμή στην ίδια θέση. Ήταν δυνατότερο το ένστικτο της επιβίωσης από την παράνοια τελικά. Αν είχε μόλις ξεσπάσει πόλεμος, έπρεπε να κρυφτώ. Στα πόδια φύτρωσαν φτερά. Κατηφόρισα τη Γούναρη, προσπέρασα τα Δικαστήρια, διέσχισα τη Μαιζώνος και συνέχισα να τρέχω. Κάτι κατακόκκινες τούφες μαστίγωναν το ιδρωμένο μου πρόσωπο, μα δεν έχανα τον ρυθμό μου. Η τρελή πορεία μου με οδήγησε στη Ρήγα Φεραίου. Πότε πότε έριχνα ματιές στον ουρανό. Οι βάρβαροι είχαν τρομοκρατήσει τον ήλιο πρώτον από όλους. Σύννεφα είχαν περάσει χειροπέδες στις αχτίδες. Κόσμος είχε πεταχτεί από τα σπίτια του. Γυναίκες που θήλαζαν, γριές στα μαύρα ως προφήτισσες πένθους, και ανάμεσά τους η Κουλουρού. Έμοιαζε να αδιαφορεί για τα ατυχή παντρολογήματά της. Την ενδιέφερε μονάχα η τύχη της πόλης, όχι η δική της. Κοιταχτήκαμε από μακριά πριν γκρεμίσει ένα ντουβάρι την χαρακτηριστική φιγούρα της και όταν έμεινα μόνη, έκλαψα. Για αυτήν, για τον πατέρα μου, τον γιατρό Μουζακίτη, που τον βρήκα νεκρό στο σαλόνι, για όλους και για όλα.

 

Τις επόμενες μέρες, Ινώ μου, τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Αυτόν της καταστροφής. Οι Ιταλοί βομβάρδιζαν την πόλη με μανία. Ένα μάτσο χαλάσματα έγινε το σπίτι μας το τέταρτο πρωινό της επίθεσης. Το κέντρο με τα αρχοντικά του άλλαξε μορφή. Μετατράπηκε σε κοιμητήρι οικιών, και το μόνο που μπορούσε κανείς να δει και να αφουγκραστεί μέσα στα ερείπια, ήταν οι κοκαλιάρες γάτες που επιδίδονταν στο δικό τους θρηνολόι. Με πατέρα που είχα χάσει και μάνα που είχε φύγει λίγο αφότου άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο, φιλοξενήθηκα από τη θεία μου στο μικρό σπίτι της στην Όθωνος Αμαλίας. Καθημερινά σε πείσμα κινδύνου, έβγαινα για τα απαραίτητα ψώνια, ενώ βοηθούσα όπου υπήρχε ανάγκη. Άλλες φορές μαγείρευα για όσους είχαν βρει καταφύγιο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, άλλες για ‘κείνους που τουρτούριζαν στο Αρσάκειο, άλλες στο κτίριο Πραπόπουλου. Στο καταφύγιο των Υψηλών Αλωνίων, μια μέρα που η βροχή όλους μας είχε μουσκέψει ως το μεδούλι, έκανα τα πρώτα μου ράμματα σε ένα παιδί δέκα ετών.

 

Λίγο παραπέρα τον γνώρισα, Ινώ μου. Όταν τον είδα, κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν δικός μας. Αν και δεν είχε τίποτα πάνω του που να μαρτυρά την ιταλική του βαναυσότητα, εγώ δεν ξεγελάστηκα. Εξάλλου μιλούσε με έναν άλλον άντρα στη γλώσσα τους, την οποία χειριζόμουν κι εγώ άπταιστα. Θα άλλαζα δρόμο, μα δεν πρόλαβα. Με είδαν. Κάτι μουρμούρισαν μεταξύ τους, και αυτός με πλησίασε με βιαστικά βήματα που με πλημμύρισαν πανικό. «Μη φοβάσαι, mia ragazza» είπε όταν έφτασε μια ανάσα από το πρόσωπό μου. Ήταν γύρω στα τριάντα. Καστανόξανθος με πράσινα μάτια. «Αφήστε με, σας παρακαλώ» του είπα χωρίς να δείξω πως είχα απορήσει που είχε χρησιμοποιήσει τη γλώσσα μου. «Δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω. Ξέρω όλο το πρόγραμμά σου απέξω. Παρακολουθώ πιστά όλα τα δρομολόγιά σου. Ινώ, δε σε λένε;» ρώτησε. Δεν περίμενε, ούτε επηρεάστηκε απ’ τα γουρλωμένα μάτια μου. «Φαμπρίτσιο Ντελόνι» μού συστήθηκε. «Τι θες από μένα; Με τρομάζεις» ψέλισα. «Να μου δείξεις την πόλη. Σού είναι εύκολο;» μού αποκρίθηκε χαμογελώντας πλατιά. «Όχι» βιάστηκα. «Σίγουρα;» Παραμέρισε το σακάκι του. Το όπλο του γυάλιζε. «Αύριο θα σε περιμένω εδώ. Ίδια ώρα. Μη και δεν έρθεις.» Αυτή ήταν η προσταγή του, κι εγώ φάνηκα συνεπής στο ραντεβού μου.

 

«Μαζί μου δεν κινδυνεύεις, Ινώ», μου είπε όταν ήρθε να με βρει. Παρά το σκυμμένο κεφάλι της πόλης, οι ρυθμοί της ακολουθούνταν όσο το δυνατόν κανονικότερα. Επιβλήθηκε όμως περιορισμός στη λειτουργία όλων των καταστημάτων, καθώς δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία μετά τις 9 το βράδυ. Επιτάχθηκαν πολλά οχήματα Ελλήνων για τις ανάγκες των κατακτητών. Καταλήφθηκε το δημοτικό νοσοκομείο κι όσοι νοσηλεύονταν εκεί, στάλθηκαν στα βρεφοκομεία, ενώ όλα τα βρέφη σε αποθήκες. Την πρώτη μέρα κατηφορίσαμε στον μόλο για να αντικρίσουμε τη θαλασσινή αντάρα. Κάτι ψιθύρισε στα ιταλικά και ύστερα γύρισε να παρομοιάσει το γαλάζιο της με των ματιών μου. Άρχισα να του μιλώ για το λιμάνι. Μάθε, Ινώ, πως η Πάτρα είναι κομβικό πέρασμα για τη Δύση ενώ σήμερα καραβιά αναχωρούν από αυτήν για την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο και την Ιταλία. Του έδειξα το Δημοτικό Θέατρο Απόλλων στην πλατεία Γεωργίου. Έργο του Τσίλλερ. Και όταν φτάσαμε στον Άγιο Ανδρέα, εξεπλάγην όταν τον είδα να κάνε το σταυρό του. «Ο πατέρας μου είναι ιερέας», εξήγησε. «Κι εσύ γιατί έγινες αυτό που είσαι;» τον ρώτησα. Χαμογέλασε αχνά. Του μίλησα για τον βυζαντινού ρυθμού ναό, του οποίου το χτίσιμο άρχισε το 1908. Μέσα σε τρία χρόνια γύρισα όλη την πόλη μαζί με τον παράξενο Φαμπρίτσιο. Και πού δεν πήγαμε. Στην Τριών Ναυάρχων, όπου τα πεινασμένα παιδιά έστηναν τον δικό τους ποδοσφαιρικό αγώνα με τα πεσμένα νεράτζια, ενώ δώσαμε το πρώτο μας φιλί στο Κάστρο.

 

Κάπου εκεί τον ερωτεύτηκα, αγαπημένη μου εγγονή. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε χάδια και γλυκόλογα, του γνώρισα την Πατρινέλα, μικρή μου. «Ποιά είναι αυτή;» με ρώτησε. «Το στοιχειό μας», περηφανεύτηκα εγώ. Όταν έπεσα στην αγκαλιά του, παράξενα βήματα ακούστηκαν. Η καρδιά του πήγε να σπάσει. «Ας φύγουμε από δω», μου είπε. Φύγαμε. Κι όταν έφυγε κι ο μαύρος κλοιός από την πόλη, έγινα γυναίκα του, και μέσα σ’έναν χρόνο έφερα τον πατέρα σου στη ζωή. Στην Αθήνα βρεθήκαμε επειδή ήταν ένα φιλάσθενο παιδί, κάνοντας συχνά την ψυχή μου να τρέμει. Σήμερα που εσύ ξεκινάς τη φοιτητική σου ζωή στην πόλη μου οφείλεις να ξέρεις την ιστορία που ποτέ δε σου είπα.

 

Αν και ποτέ μου δεν πήρα με καλό μάτι τη Λουντμίλα που έβαλε η μάνα σου να μου κρατά συντροφιά όταν η ίδια και ο πατέρας σου λείπουν στη δουλειά, έχωσα στο χέρι της το γράμμα μου αυτό και την ορμήνεψα να το κρύψει σε κάποια από τις βαλίτσες σου. Αν το διαβάζεις τώρα, σημαίνει ότι έκανε ό,τι της είπα, και ότι είναι τελικά σε κάτι χρήσιμη αυτή η ξανθιά Ρωσίδα που θυμίζει αρσιβαρίστα. Γράψου σύντομα στη Φιλολογία, Ινώ, και έπειτα γύρνα όλη την πόλη. Αν η Πατρινέλα σου μιλήσει κάποια στιγμή για τον παππού και τη γιαγιά σου, άκουσέ την προσεκτικά. Θα σου πει και για όλα τα άλλα.»

 

Σε φιλώ με αγάπη,

η γιαγιά σου, Ινώ Μουζακίτη – Ντελόνι»